Anonymous

κατακηλέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1352.png Seite 1352]] bezaubern, durch Zaubermittel besänftigen, für sich gewinnen; ἄτην Soph. Tr. 998, Schol. θεραπεύειν, mildern; Plat. κατακεκηλῆσθαι Crat. 403 d; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1352.png Seite 1352]] bezaubern, durch Zaubermittel besänftigen, für sich gewinnen; ἄτην Soph. Tr. 998, Schol. θεραπεύειν, mildern; Plat. κατακεκηλῆσθαι Crat. 403 d; Sp.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />charmer, adoucir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κηλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακηλέω''': διὰ τῆς ἡδύτητος τῆς ἀκοῆς [[καταπραΰνω]] τὴν ψυχήν, [[καταθέλγω]], διὰ μαγειῶν [[ἀποδιώκω]], [[θεραπεύω]], Λατ. delinire, τὴν ἄτην Σοφ. Τρ. 1003. -Παθ., «κατακηλεῖσθαι· τὸ ὑπὸ τῶν αὐλῶν θέλγεσθαι· καὶ κατακηλούμενοι· ἐξοιστρούμενοι, καταθελγόμενοι» Ἡσύχ.·-κατακεκηλῆσθαι πάντας Πλάτ. Κρατ. 493D, Ἀθήν. 174Β, Δαμασκ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 338. 7.
|lstext='''κατακηλέω''': διὰ τῆς ἡδύτητος τῆς ἀκοῆς [[καταπραΰνω]] τὴν ψυχήν, [[καταθέλγω]], διὰ μαγειῶν [[ἀποδιώκω]], [[θεραπεύω]], Λατ. delinire, τὴν ἄτην Σοφ. Τρ. 1003. -Παθ., «κατακηλεῖσθαι· τὸ ὑπὸ τῶν αὐλῶν θέλγεσθαι· καὶ κατακηλούμενοι· ἐξοιστρούμενοι, καταθελγόμενοι» Ἡσύχ.·-κατακεκηλῆσθαι πάντας Πλάτ. Κρατ. 493D, Ἀθήν. 174Β, Δαμασκ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 338. 7.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />charmer, adoucir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κηλέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm