3,274,873
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=katafore/w | |Beta Code=katafore/w | ||
|Definition== [[καταφέρω]], of a river, [[carry down]], ψῆγμα χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου <span class="bibl">Hdt.5.101</span>, cf. <span class="bibl">3.106</span> (Pass.): metaph., <b class="b3">ἀμήχανον… λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος</b>… you [[have poured forth a]] wonderful [[stream]] of calculation of the difference... <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 587e</span>; <b class="b3">πολλὰ… κατεφόρει τῆς προνοίας</b> he [[went on inveighing]] much against... Plu.2.548c. | |Definition== [[καταφέρω]], of a river, [[carry down]], ψῆγμα χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου <span class="bibl">Hdt.5.101</span>, cf. <span class="bibl">3.106</span> (Pass.): metaph., <b class="b3">ἀμήχανον… λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος</b>… you [[have poured forth a]] wonderful [[stream]] of calculation of the difference... <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 587e</span>; <b class="b3">πολλὰ… κατεφόρει τῆς προνοίας</b> he [[went on inveighing]] much against... Plu.2.548c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />porter en bas <i>ou</i> dans son cours <i>en parl. d'un fleuve</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φορέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταφορέω''': [[καταφέρω]], ἐπὶ ποταμοῦ, [[καταβιβάζω]], [[παρασύρω]], [[ψῆγμα]] χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. χρυσὸς καταφορευόμενος ὑπὸ ποταμῶν 3. 106· μεταφορ… ἀμήχανον… λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος…, θαυμάσιον [[ῥεῦμα]] (σειρὰν) συλλογισμῶν ἔχεις καταβιβάσει περὶ τῆς διαφορᾶς, οἱ συλλογισμοὶ ἐπλημμύρησαν ὡς ποταμοί…, Πλάτ. Πολ. 587 Ε· πολλὰ… κατεφόρει τῆς προνοίας, ἐξηκολούθει νὰ λέγῃ πολλὰ [[ἐναντίον]], Πλούτ. 2. 548C· καταγλωττίζειν, καταλαλεῖν, καὶ καταφορεῖν πολλοὺς λόγους. | |lstext='''καταφορέω''': [[καταφέρω]], ἐπὶ ποταμοῦ, [[καταβιβάζω]], [[παρασύρω]], [[ψῆγμα]] χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. χρυσὸς καταφορευόμενος ὑπὸ ποταμῶν 3. 106· μεταφορ… ἀμήχανον… λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος…, θαυμάσιον [[ῥεῦμα]] (σειρὰν) συλλογισμῶν ἔχεις καταβιβάσει περὶ τῆς διαφορᾶς, οἱ συλλογισμοὶ ἐπλημμύρησαν ὡς ποταμοί…, Πλάτ. Πολ. 587 Ε· πολλὰ… κατεφόρει τῆς προνοίας, ἐξηκολούθει νὰ λέγῃ πολλὰ [[ἐναντίον]], Πλούτ. 2. 548C· καταγλωττίζειν, καταλαλεῖν, καὶ καταφορεῖν πολλοὺς λόγους. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |