νεοχμός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0246.png Seite 246]] = [[νέος]]; νεοχμὸν [[τέρας]], Ar. Th. 701, neu, unerwartet, τί δ' ἐστὶν οὕτω νεοχμὸν [[ἐξαίφνης]], Soph. Phil. 741, vgl. Ant. 157; öfter bei Eur., νεοχμῶν μύθων [[ταμίας]], Troad. 231, νεοχμὸν κακόν, Hipp. 866 Bacch. 216; νεοχμόν τι ποιέειν, von Neuerungen im Staate, Her. 9, 99. 104; Sp., wie Luc. – Bei D. Cass. 38, 3 auch ὁ [[νεοχμός]], = [[νεόχμωσις]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0246.png Seite 246]] = [[νέος]]; νεοχμὸν [[τέρας]], Ar. Th. 701, neu, unerwartet, τί δ' ἐστὶν οὕτω νεοχμὸν [[ἐξαίφνης]], Soph. Phil. 741, vgl. Ant. 157; öfter bei Eur., νεοχμῶν μύθων [[ταμίας]], Troad. 231, νεοχμὸν κακόν, Hipp. 866 Bacch. 216; νεοχμόν τι ποιέειν, von Neuerungen im Staate, Her. 9, 99. 104; Sp., wie Luc. – Bei D. Cass. 38, 3 auch ὁ [[νεοχμός]], = [[νεόχμωσις]].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />nouveau, neuf.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοχμός''': -όν, = [[νέος]], ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, [[μέλος]] ν. ἄρχε Ἀλκμὰν 1· νεοχμοῖς δὲ δὴ [[νόμος]] Ζεύς... κρατύνει Αἰσχύλ. Πρ. 150· κακὸν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 693, Εὐρ. Ἱππ. 866· τὶ φροιμιάζει ν. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1162, πρβλ. Τρῳ. 260· μῦθοι [[αὐτόθι]] 231· σπάνιον παρὰ κωμ. καὶ μόνον ἐν λυρ. χωρίοις, ν. [[ἄθυρμα]] Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 16· [[τέρας]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1372, Θεσμ. 701. ΙΙ. ἐπὶ πολιτικῶν νεωτερισμῶν, νεοχμόν τι ποιέειν, Λατ. novas res tentare, Ἡρόδ. 9. 99, 104· οὐδενὶ νεοχμῷ ἀρεσκόμενος Δίων Κάσ. 38. 3· - ἐπίρρ. -ῶς, Ἱππ. 598. 12· «[[ποτέρως]] ἂν ἐθέλειεν διαλέγεσθαι ἀρχαίως καὶ ἀκριβῶς ἢ νεοχμῶς καὶ ἀμελῶς» Φρυνίχου Ἐπιστ. πρὸς Κορνηλιανόν, ἐν τῇ ἀρχῇ τῶν Ἐκλογῶν, ἔκδ. Lobeck. σ. 2. - Οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ. [νεŏχμ-, Αἰσχύλ. Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Τρῳ. 231, Βάκχ. 216, κτλ.].
|lstext='''νεοχμός''': -όν, = [[νέος]], ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, [[μέλος]] ν. ἄρχε Ἀλκμὰν 1· νεοχμοῖς δὲ δὴ [[νόμος]] Ζεύς... κρατύνει Αἰσχύλ. Πρ. 150· κακὸν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 693, Εὐρ. Ἱππ. 866· τὶ φροιμιάζει ν. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1162, πρβλ. Τρῳ. 260· μῦθοι [[αὐτόθι]] 231· σπάνιον παρὰ κωμ. καὶ μόνον ἐν λυρ. χωρίοις, ν. [[ἄθυρμα]] Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 16· [[τέρας]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1372, Θεσμ. 701. ΙΙ. ἐπὶ πολιτικῶν νεωτερισμῶν, νεοχμόν τι ποιέειν, Λατ. novas res tentare, Ἡρόδ. 9. 99, 104· οὐδενὶ νεοχμῷ ἀρεσκόμενος Δίων Κάσ. 38. 3· - ἐπίρρ. -ῶς, Ἱππ. 598. 12· «[[ποτέρως]] ἂν ἐθέλειεν διαλέγεσθαι ἀρχαίως καὶ ἀκριβῶς ἢ νεοχμῶς καὶ ἀμελῶς» Φρυνίχου Ἐπιστ. πρὸς Κορνηλιανόν, ἐν τῇ ἀρχῇ τῶν Ἐκλογῶν, ἔκδ. Lobeck. σ. 2. - Οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ. [νεŏχμ-, Αἰσχύλ. Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Τρῳ. 231, Βάκχ. 216, κτλ.].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />nouveau, neuf.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]].
}}
}}
{{grml
{{grml