3,274,729
edits
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0191.png Seite 191]] Lohn davontragend, erhaltend; τριήρεις, Ar. Equ. 553; Thuc. 1, 35. 5, 109; öfter bei den Folgdn; bes. von Soldaten, Söldnern, πελταστικὸς ἀνὴρ [[μισθοφόρος]], Plat. Theaet. 165 d; Xen., Dem. u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0191.png Seite 191]] Lohn davontragend, erhaltend; τριήρεις, Ar. Equ. 553; Thuc. 1, 35. 5, 109; öfter bei den Folgdn; bes. von Soldaten, Söldnern, πελταστικὸς ἀνὴρ [[μισθοφόρος]], Plat. Theaet. 165 d; Xen., Dem. u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui reçoit un salaire, une solde ; <i>subst.</i> soldat mercenaire, soldat <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μισθοφόρος''': -ον, ὁ λαμβάνων μισθόν, ὁ ἐργαζόμενος ἐπὶ μισθῷ, [[μισθωτός]], μ. ἄνθρωποι Δημ. 661. 6· δικαστήρια Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 4· μ. ἐν λόγοις Πλάτ. Θεαίτ. 165D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μισθοφόροι, οἱ, μισθωτοὶ στρατιῶται, Θουκ. 1. 35, κ. ἀλλ., Ξεν., κλ.· ― [[ὡσαύτως]], μ. τριήρεις, πλοῖα ἔχοντα [[πλήρωμα]] ἐκ μισθοφόρων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 555. | |lstext='''μισθοφόρος''': -ον, ὁ λαμβάνων μισθόν, ὁ ἐργαζόμενος ἐπὶ μισθῷ, [[μισθωτός]], μ. ἄνθρωποι Δημ. 661. 6· δικαστήρια Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 4· μ. ἐν λόγοις Πλάτ. Θεαίτ. 165D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μισθοφόροι, οἱ, μισθωτοὶ στρατιῶται, Θουκ. 1. 35, κ. ἀλλ., Ξεν., κλ.· ― [[ὡσαύτως]], μ. τριήρεις, πλοῖα ἔχοντα [[πλήρωμα]] ἐκ μισθοφόρων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 555. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |