μύλος: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] ὁ, = [[μύλη]], die Mühle; D. Sic. 3, 13; sprichwörtlich ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά, Paroem. App. IV, 48, von später, aber sicher eintretender Strafe; vgl. Plut. de S. N. V. 3; auch der Mühlstein, Sp.; der Backenzahn, Artemid. 1, 31. – S. auch [[μύλλος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] ὁ, = [[μύλη]], die Mühle; D. Sic. 3, 13; sprichwörtlich ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά, Paroem. App. IV, 48, von später, aber sicher eintretender Strafe; vgl. Plut. de S. N. V. 3; auch der Mühlstein, Sp.; der Backenzahn, Artemid. 1, 31. – S. auch [[μύλλος]].
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>1</b> meule, moulin;<br /><b>2</b> pierre meulière;<br /><b>3</b> dent molaire;<br /><b>4</b> maladie de femme.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μύλλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύλος''': ὁ, = [[μύλη]], ὡς καὶ νῦν, [[μύλος]], Πλούτ. 2. 549E, 530D, κτλ. 2) «μυλόπετρα», Λατ. lapis molaris, Ἀνθ. Π. 11. 253· μ. ὀνικὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 6, Λουκ. ιζ΄, 2· μύλους σφυρηλάτους ἀργυροῦς Στράβ. 188· - παροιμ., ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά, «ἐπὶ τῶν ὀψιαίτατα καὶ βραδέως παρεχόντων δίκην ὧν ἐπλημμέλησαν» Παροιμιογράφ. σ. 154 Gaisf., πρβλ. Πλούτ. 549E. 3) [[μυλίτης]] ὀδοὺς, [[τραπεζίτης]], Λατ. dens molaris, Ἀρτεμίδ. 1. 31. ΙΙ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[μύλλος]], ὃ ἴδε. ΙΙΙ. = [[μύλη]] IV, Μοσχίων. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μύλος]]· [[σάρξ]], ἣν αἱ κυοφοροῦσαι ἀντ’ ἐμβρύων φέρουσιν». [ῠ, πλὴν ἐν Χρησμ. Σιβ. 8. 14.]
|lstext='''μύλος''': ὁ, = [[μύλη]], ὡς καὶ νῦν, [[μύλος]], Πλούτ. 2. 549E, 530D, κτλ. 2) «μυλόπετρα», Λατ. lapis molaris, Ἀνθ. Π. 11. 253· μ. ὀνικὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 6, Λουκ. ιζ΄, 2· μύλους σφυρηλάτους ἀργυροῦς Στράβ. 188· - παροιμ., ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά, «ἐπὶ τῶν ὀψιαίτατα καὶ βραδέως παρεχόντων δίκην ὧν ἐπλημμέλησαν» Παροιμιογράφ. σ. 154 Gaisf., πρβλ. Πλούτ. 549E. 3) [[μυλίτης]] ὀδοὺς, [[τραπεζίτης]], Λατ. dens molaris, Ἀρτεμίδ. 1. 31. ΙΙ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[μύλλος]], ὃ ἴδε. ΙΙΙ. = [[μύλη]] IV, Μοσχίων. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μύλος]]· [[σάρξ]], ἣν αἱ κυοφοροῦσαι ἀντ’ ἐμβρύων φέρουσιν». [ῠ, πλὴν ἐν Χρησμ. Σιβ. 8. 14.]
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>1</b> meule, moulin;<br /><b>2</b> pierre meulière;<br /><b>3</b> dent molaire;<br /><b>4</b> maladie de femme.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μύλλος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR