παραληπτός: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] angenommen, annehmbar, Ggstz [[παραδοτός]], Plat. Men. 93 b u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] angenommen, annehmbar, Ggstz [[παραδοτός]], Plat. Men. 93 b u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραληπτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ [[παραδοτός]], τινι [[παρά]] τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ ἐφαρμόσιμος, [[πρός]] τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D.
|lstext='''παραληπτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ [[παραδοτός]], τινι [[παρά]] τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ ἐφαρμόσιμος, [[πρός]] τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:53, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραληπτός Medium diacritics: παραληπτός Low diacritics: παραληπτός Capitals: ΠΑΡΑΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: paralēptós Transliteration B: paralēptos Transliteration C: paraliptos Beta Code: paralhpto/s

English (LSJ)

ή, όν, A to be received, opp. παραδοτός, ἄλλῳ παρ' ἄλλου Pl.Men.93b. II deserving of inclusion, Chrysipp.Stoic.3.17.

German (Pape)

[Seite 487] angenommen, annehmbar, Ggstz παραδοτός, Plat. Men. 93 b u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.
Étymologie: παραλαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

παραληπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ παραδοτός, τινι παρά τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ ἐφαρμόσιμος, πρός τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παραλαμβάνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει κανείς
2. ο κατάλληλος για εφαρμογή, εφαρμόσιμος («οὐκ ἄλλου τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», Πλούτ.).

Greek Monotonic

παραληπτός: -ή, -όν, αυτός που είναι αποδεκτός, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραληπτός -ή -όν [παραλαμβάνω] over te nemen.

Russian (Dvoretsky)

παραληπτός:
1) могущий быть перенятым Plat.;
2) могущий быть примененным, применимый (πρός τι Plut.).

Middle Liddell

παρα-ληπτός, ή, όν
to be accepted, Plat.