προσέρχομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0762.png Seite 762]] (s. [[ἔρχομαι]]), hinzu-, herankommen, -gehen; absolut, προσελθὼν [[σῖγα]], Soph. Phil. 22, u. öfter, wie Eur.; – gew. τινί, [[ἱκέτης]] προσῆλθες δόμοις, Aesch. Eum. 452; πατρί, Soph. O. C. 1106; ἀκταῖς, Eur. Hel. 1555; aber auch τινά, πάντας βωμοὺς προσῆλθε, Eur. Alc. 169; [[μνῆμα]], Or. 118; Med. 1205. Übertr., vom Schmerz, Soph. Phil. 777; προσῆλθεν [[ἐλπίς]], Eur. Or. 857; Ar. öfter u. in Prosa; προσήρχοντο, Thuc. 4, 121; [[ὄπισθεν]] προσέρχεται, Plat. Rep. I, 327 b; δεῦρο πρόσελθε, Men. 82 b; τινί, Phaedr. 268 a u. öfter; auch in feindlichem Sinne, πρὸς τοὺς ἱππέας, Xen. Cyr. 6, 2, 16; – προσῆλθε πρὸς τὴν πολιτείαν, ging daran, befaßte sich damit, Din. 2, 15, wie πρὸς τὰ κοινά Dem. 18, 257; προσελθεῖν τῷ δήμῳ, sich ans Volk wenden mit Bitten od. Klagen, Dem. 18, 13. – Auch einkommen, von Einkünften, Her. 7, 144; Xen. Mem. 3, 6, 12. – Zu einer Frau gehen, um sie zu beschlafen, Xen. Conv. 4, 38; übh. mit Einem umgehen, ihn behandeln, οὕτω προσεληλύθασι πρὸς ὑμᾶς Dem. 24, 176, vgl. 22, 69.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0762.png Seite 762]] (s. [[ἔρχομαι]]), hinzu-, herankommen, -gehen; absolut, προσελθὼν [[σῖγα]], Soph. Phil. 22, u. öfter, wie Eur.; – gew. τινί, [[ἱκέτης]] προσῆλθες δόμοις, Aesch. Eum. 452; πατρί, Soph. O. C. 1106; ἀκταῖς, Eur. Hel. 1555; aber auch τινά, πάντας βωμοὺς προσῆλθε, Eur. Alc. 169; [[μνῆμα]], Or. 118; Med. 1205. Übertr., vom Schmerz, Soph. Phil. 777; προσῆλθεν [[ἐλπίς]], Eur. Or. 857; Ar. öfter u. in Prosa; προσήρχοντο, Thuc. 4, 121; [[ὄπισθεν]] προσέρχεται, Plat. Rep. I, 327 b; δεῦρο πρόσελθε, Men. 82 b; τινί, Phaedr. 268 a u. öfter; auch in feindlichem Sinne, πρὸς τοὺς ἱππέας, Xen. Cyr. 6, 2, 16; – προσῆλθε πρὸς τὴν πολιτείαν, ging daran, befaßte sich damit, Din. 2, 15, wie πρὸς τὰ κοινά Dem. 18, 257; προσελθεῖν τῷ δήμῳ, sich ans Volk wenden mit Bitten od. Klagen, Dem. 18, 13. – Auch einkommen, von Einkünften, Her. 7, 144; Xen. Mem. 3, 6, 12. – Zu einer Frau gehen, um sie zu beschlafen, Xen. Conv. 4, 38; übh. mit Einem umgehen, ihn behandeln, οὕτω προσεληλύθασι πρὸς ὑμᾶς Dem. 24, 176, vgl. 22, 69.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> προσῆλθον, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> aller vers <i>ou</i> auprès, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> s'avancer, s'approcher : προσέρχεσθαι Σωκράτει XÉN fréquenter Socrate, suivre les leçons de Socrate ; τινι, [[πρός]] τινα <i>ou</i> [[τι]] s'approcher de qqn <i>ou</i> de qch ; <i>fig. avec un suj. de chose (événement, douleur, etc.) ; particul.</i><br /><b>1</b> s'avancer (en ennemi) : πρὸς ἱππέας XÉN marcher contre une troupe de cavalerie;<br /><b>2</b> s'approcher, s'avancer : [[τῷ]] δήμῳ DÉM <i>ou</i> πρὸς τὸν δῆμον ESCHN s'avancer en public, se présenter au peuple pour parler;<br /><b>3</b> entrer en arrangement, capituler;<br /><b>II.</b> se donner à, se mêler de, s'occuper de : τοῖς δημοσίοις πράγμασι PLUT, πρὸς τὰ κοινά DÉM, [[τῇ]] πολιτείᾳ PLUT s'occuper des affaires publiques avec qqn;<br /><b>B.</b> venir en outre ; être un produit, un revenu.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἔρχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσέρχομαι''': παρατ. -ηρχόμην Θουκ. 4. 121 (ἴδε ἐν λ. [[ἔρχομαι]])· μέλλ. -ελεύσομαι Πολύβ. 21. 11, 6 (ἀλλ’ ὁ Ἀττ. παρατ. καὶ μέλλων [[εἶναι]] συνήθως, προσῄειν, [[πρόσειμι]], ἃ ἴδε): ἀόρ. -ήλυθον, -ῆλθον· πρκμ. -ελήλυθα· ἀποθ. Ἔρχομαι [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι, μετὰ δοτ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 285, Σοφ. Ο. Κ. 1104 κτλ.· πρ. Σωκράτει, [[ὑπάγω]] πρὸς αὐτὸν ὡς πρὸς διδάσκαλον, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 47· πρ. γυναικί, [[χάριν]] συνουσίας, ὁ αὐτ. ἐν Συμποσίῳ 4. 38· ― μετὰ δοτ. τόπου, δόμοις, ἀκταῖς Σοφ. Εὐμ. 474, Εὐρ. Ἑλ. 1539· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. τόπου, πεσσούς, [[δῶμα]], βωμοὺς Εὐρ. Μήδ. 68, 1205, Ἄλκ. 171· ― μετὰ προθέσεων συντασσομένων αἰτιατικῇ, πρ. [[πρός]] τινα ἢ τι Ἡρόδ. 2. 121, 2· ἐπί..., εἰς..., ἴδε κατωτ. 4· ― μετ’ ἐπιρρημάτων, π. [[δεῦρο]] Σοφ. Αἴ. 1171 κτλ.· [[πέλας]] πρ. μου Εὐρ. Ἀνδρ. 589, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1076, κτλ.· [[ἐγγύθεν]], [[ὄπισθεν]] Πλάτ. Πολιτικ. 289D, 327Β. ὅπῃ πρ. χρὴ [[αὐτόθι]] 493Β· ― ἀπολ., [[ἐγγίζω]], [[πλησιάζω]], Ἡρόδ. 1. 86, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀπέρχομαι]], [[αὐτόθι]] 199· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πόνου, ἡδονῆς, κλπ., εἶμαι πλησίον, [[πρόχειρος]], Σοφ. Φ. 777, Εὐρ. Ὀρ. 857. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, πρ. [[πρός]] τινα Ξεν. Κύρ. 6. 2, 16. 3) [[προσέρχομαι]], παραδίδομαι, Θουκ. 3. 59 4) [[παρουσιάζομαι]] ἵνα ὁμιλήσω, πρ. τῷ δήμῳ Δημ. 229. 13· πρὸς τὸν δῆμον Αἰσχίν. 85. 17· πρ. τῇ πολιτείᾳ, Λατ. accedere ad remp., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 12· πρ. πρὸς τὰ κοινά, [[παρουσιάζομαι]] [[δημοσίᾳ]], Δημ. 312, ἐν τέλ., πρβλ. 891, 21· οὕτω, πρ. εἰς τὸ πολιτεύεσθαι, πρὸς τὴν πολιτείαν Δείναρχ. 104. 18., 107. 1· πρὸς τὴν πόλιν Δημ. 1331. 18· πρ. πρὸς ἓν [[πρᾶγμα]] [[ἴδιον]] ὁ αὐτ. 891. 2, πρβλ. 783. 2· ἐπὶ τοὺς συμμάχους Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 3. 5) ἐπισκέπτομαί τινα, προσεταιρίζομαί τινα, [[πρός]] τινα Δημ. 614 ἐν τέλ., 755. 5. 6) πρ. τοῖς θεοῖς, ἐν ἱκετείᾳ, ὡς [[ἱκέτης]], Δίων Κ. 56. 9. 7) πρ. τῇ σοφίᾳ, τοῖς νόμοις, ἀσχολοῦμαι εἰς ἢ περὶ τὴν σοφίαν..., Φιλόστρ. 109, Διόδ. 1. 95. 8) ἐπὶ πραγμάτων, προστίθεμαι, ὡς τὸ [[προσγίγνομαι]], Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 5, 24, π. Ζ. Γεν. 1. 18, 17, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσόδων, Λατ. redire. τὰ ἐκ τῶν μετάλλων σφι (δηλ. τοῖς Ἀθηναίοις) προσῆλθε (δηλ. χρήματα) τῶν ἀπὸ Λαυρείου Ἡρόδ. 7. 144, Λυσ. 185. 8, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 12.
|lstext='''προσέρχομαι''': παρατ. -ηρχόμην Θουκ. 4. 121 (ἴδε ἐν λ. [[ἔρχομαι]])· μέλλ. -ελεύσομαι Πολύβ. 21. 11, 6 (ἀλλ’ ὁ Ἀττ. παρατ. καὶ μέλλων [[εἶναι]] συνήθως, προσῄειν, [[πρόσειμι]], ἃ ἴδε): ἀόρ. -ήλυθον, -ῆλθον· πρκμ. -ελήλυθα· ἀποθ. Ἔρχομαι [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι, μετὰ δοτ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 285, Σοφ. Ο. Κ. 1104 κτλ.· πρ. Σωκράτει, [[ὑπάγω]] πρὸς αὐτὸν ὡς πρὸς διδάσκαλον, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 47· πρ. γυναικί, [[χάριν]] συνουσίας, ὁ αὐτ. ἐν Συμποσίῳ 4. 38· ― μετὰ δοτ. τόπου, δόμοις, ἀκταῖς Σοφ. Εὐμ. 474, Εὐρ. Ἑλ. 1539· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. τόπου, πεσσούς, [[δῶμα]], βωμοὺς Εὐρ. Μήδ. 68, 1205, Ἄλκ. 171· ― μετὰ προθέσεων συντασσομένων αἰτιατικῇ, πρ. [[πρός]] τινα ἢ τι Ἡρόδ. 2. 121, 2· ἐπί..., εἰς..., ἴδε κατωτ. 4· ― μετ’ ἐπιρρημάτων, π. [[δεῦρο]] Σοφ. Αἴ. 1171 κτλ.· [[πέλας]] πρ. μου Εὐρ. Ἀνδρ. 589, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1076, κτλ.· [[ἐγγύθεν]], [[ὄπισθεν]] Πλάτ. Πολιτικ. 289D, 327Β. ὅπῃ πρ. χρὴ [[αὐτόθι]] 493Β· ― ἀπολ., [[ἐγγίζω]], [[πλησιάζω]], Ἡρόδ. 1. 86, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀπέρχομαι]], [[αὐτόθι]] 199· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πόνου, ἡδονῆς, κλπ., εἶμαι πλησίον, [[πρόχειρος]], Σοφ. Φ. 777, Εὐρ. Ὀρ. 857. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, πρ. [[πρός]] τινα Ξεν. Κύρ. 6. 2, 16. 3) [[προσέρχομαι]], παραδίδομαι, Θουκ. 3. 59 4) [[παρουσιάζομαι]] ἵνα ὁμιλήσω, πρ. τῷ δήμῳ Δημ. 229. 13· πρὸς τὸν δῆμον Αἰσχίν. 85. 17· πρ. τῇ πολιτείᾳ, Λατ. accedere ad remp., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 12· πρ. πρὸς τὰ κοινά, [[παρουσιάζομαι]] [[δημοσίᾳ]], Δημ. 312, ἐν τέλ., πρβλ. 891, 21· οὕτω, πρ. εἰς τὸ πολιτεύεσθαι, πρὸς τὴν πολιτείαν Δείναρχ. 104. 18., 107. 1· πρὸς τὴν πόλιν Δημ. 1331. 18· πρ. πρὸς ἓν [[πρᾶγμα]] [[ἴδιον]] ὁ αὐτ. 891. 2, πρβλ. 783. 2· ἐπὶ τοὺς συμμάχους Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 3. 5) ἐπισκέπτομαί τινα, προσεταιρίζομαί τινα, [[πρός]] τινα Δημ. 614 ἐν τέλ., 755. 5. 6) πρ. τοῖς θεοῖς, ἐν ἱκετείᾳ, ὡς [[ἱκέτης]], Δίων Κ. 56. 9. 7) πρ. τῇ σοφίᾳ, τοῖς νόμοις, ἀσχολοῦμαι εἰς ἢ περὶ τὴν σοφίαν..., Φιλόστρ. 109, Διόδ. 1. 95. 8) ἐπὶ πραγμάτων, προστίθεμαι, ὡς τὸ [[προσγίγνομαι]], Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 5, 24, π. Ζ. Γεν. 1. 18, 17, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσόδων, Λατ. redire. τὰ ἐκ τῶν μετάλλων σφι (δηλ. τοῖς Ἀθηναίοις) προσῆλθε (δηλ. χρήματα) τῶν ἀπὸ Λαυρείου Ἡρόδ. 7. 144, Λυσ. 185. 8, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> προσῆλθον, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> aller vers <i>ou</i> auprès, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> s'avancer, s'approcher : προσέρχεσθαι Σωκράτει XÉN fréquenter Socrate, suivre les leçons de Socrate ; τινι, [[πρός]] τινα <i>ou</i> [[τι]] s'approcher de qqn <i>ou</i> de qch ; <i>fig. avec un suj. de chose (événement, douleur, etc.) ; particul.</i><br /><b>1</b> s'avancer (en ennemi) : πρὸς ἱππέας XÉN marcher contre une troupe de cavalerie;<br /><b>2</b> s'approcher, s'avancer : [[τῷ]] δήμῳ DÉM <i>ou</i> πρὸς τὸν δῆμον ESCHN s'avancer en public, se présenter au peuple pour parler;<br /><b>3</b> entrer en arrangement, capituler;<br /><b>II.</b> se donner à, se mêler de, s'occuper de : τοῖς δημοσίοις πράγμασι PLUT, πρὸς τὰ κοινά DÉM, [[τῇ]] πολιτείᾳ PLUT s'occuper des affaires publiques avec qqn;<br /><b>B.</b> venir en outre ; être un produit, un revenu.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἔρχομαι]].
}}
}}
{{eles
{{eles