σπαραγμός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0916.png Seite 916]] ὁ, das Zerren, Zucken, der Krampf; Aesch. frg. 155; ὡς [[διώδυνος]] σπαραγμὸς αὐτοῦ πνευμόνων ἀνθήψατο, Soph. Trach. 775, vgl. 1244; δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς, Eur. Hec. 657; ἀπὸ χαίτας σπαραγμοῖς, Phoen. 1525, u. öfter; auch Plut. Alex. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0916.png Seite 916]] ὁ, das Zerren, Zucken, der Krampf; Aesch. frg. 155; ὡς [[διώδυνος]] σπαραγμὸς αὐτοῦ πνευμόνων ἀνθήψατο, Soph. Trach. 775, vgl. 1244; δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς, Eur. Hec. 657; ἀπὸ χαίτας σπαραγμοῖς, Phoen. 1525, u. öfter; auch Plut. Alex. 6.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de déchirer, déchirement;<br /><b>2</b> convulsion.<br />'''Étymologie:''' [[σπαράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπᾰραγμός''': ὁ, τὸ σπαράττειν, διασπαράττειν, «καταξεσχίζειν», δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς Εὐρ. Ἑκ. 656· σπ. Βακχῶν, ὑπὸ τῶν Β., ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 735· [[ἀλλά]], σπαραγμοὶ χαίτης, χρωτὸς κτλ., τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν καὶ «ξεσχίζειν», ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1525, ἐν Τρῳ. 453. ΙΙ. συστροφὴ σπασμωδική, [[σπασμός]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, Σοφ. Τρ. 778, 1254· - [[καθόλου]], [[ἀγωνία]], Ρήτορες (Walz) 1. 613.
|lstext='''σπᾰραγμός''': ὁ, τὸ σπαράττειν, διασπαράττειν, «καταξεσχίζειν», δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς Εὐρ. Ἑκ. 656· σπ. Βακχῶν, ὑπὸ τῶν Β., ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 735· [[ἀλλά]], σπαραγμοὶ χαίτης, χρωτὸς κτλ., τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν καὶ «ξεσχίζειν», ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1525, ἐν Τρῳ. 453. ΙΙ. συστροφὴ σπασμωδική, [[σπασμός]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, Σοφ. Τρ. 778, 1254· - [[καθόλου]], [[ἀγωνία]], Ρήτορες (Walz) 1. 613.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de déchirer, déchirement;<br /><b>2</b> convulsion.<br />'''Étymologie:''' [[σπαράσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml