3,273,773
edits
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0998.png Seite 998]] att. -ττω, mit einem Andern Etwas wechseln, umtauschen, vertauschen, Sp. – Dah. übertr., <b class="b2">aussöhnen, vereinigen</b>, Aesch. Spt. 579; so pass., [[καί]] σ' [[ἀντιάζω]] [[πρός]] τ' ἐφεστίου Διὸς εὐνῆς τε τῆς σῆς, ᾑ συνηλλάχθης [[ἐμοί]], Soph. Ai. 493; Eur. Heracl. 4; Plat. Legg. XI, 930 a; [[πρός]] τινα, Thuc. 8, 90; Folgde; – intr. mit Einem Umgang, Verkehr haben, Soph. O. R. 1110; Eur. Heracl. 4; mit ihm umgehen, χρώμεθα ἀλλήλοις καὶ συναλλάττομεν, Dem. 24, 192. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0998.png Seite 998]] att. -ττω, mit einem Andern Etwas wechseln, umtauschen, vertauschen, Sp. – Dah. übertr., <b class="b2">aussöhnen, vereinigen</b>, Aesch. Spt. 579; so pass., [[καί]] σ' [[ἀντιάζω]] [[πρός]] τ' ἐφεστίου Διὸς εὐνῆς τε τῆς σῆς, ᾑ συνηλλάχθης [[ἐμοί]], Soph. Ai. 493; Eur. Heracl. 4; Plat. Legg. XI, 930 a; [[πρός]] τινα, Thuc. 8, 90; Folgde; – intr. mit Einem Umgang, Verkehr haben, Soph. O. R. 1110; Eur. Heracl. 4; mit ihm umgehen, χρώμεθα ἀλλήλοις καὶ συναλλάττομεν, Dem. 24, 192. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> mettre en relation, unir : τινά τινι une personne à une autre ; <i>Pass.</i> avoir des relations avec, être uni <i>ou</i> s'unir avec, τινι;<br /><b>2</b> réconcilier : τινά τινι une personne avec une autre ; <i>Pass.</i> se réconcilier : [[πρός]] τινα avec qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> avoir des relations avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλλάσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναλλάσσω''': Ἀττικ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― [[φέρω]] εἰς σχέσιν μετά τινος, σχετίζω, δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις Αἰσχ. Θήβ. 597. ― Παθητ., Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις Εὐριπ. Ἀνδρ. 1245· ᾖ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοὶ Σοφ. Αἴ. 493. 2) διαλλάττω, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 1. 24· τινὰς Ξενοφ. Πόροι 5. 8· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 930Α. ― Παθητ. καὶ μέσ., συνδιαλλάττομαι, ἢ [[ἔρχομαι]] εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συμμαχῶ ἢ συνεταιρίζομαι μετά τινος, [[πρός]] τινα Θουκ. 8. 90, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 2, 1· ἀπολ., [[κάμνω]] εἰρήνην, Θουκ. 5. 5, Ξεν., κλπ.· μετρίως, ἐπὶ δικαίοις ὅροις, Θουκ. 4. 19. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχέσεις μετά τινος, συναντῶ αὐτόν που, μὴ συναλλάξαντά πω Σοφ. Ο. Τ. 1110, Εὐρ. Ἡρακλ. 4, Δημ. 760. 12· [[ὡσαύτως]], ἦ ξυνήλλαξας τί πω; ἔσχες σχέσεις μετ’ [[αὐτοῦ]] ποτέ; Σοφ. Ο. Τ. 1130. 2) [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις ἢ συμφωνίας μετά τινος (ἴδε [[συνάλλαγμα]] ΙΙ), Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 8, 7, πρβλ. 8. 13, 5· κἑξ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., τοιοῦτο [[πρᾶγμα]] συναλλάττων Δημ. 867. 11, πρβλ. 8. 9. 21. | |lstext='''συναλλάσσω''': Ἀττικ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― [[φέρω]] εἰς σχέσιν μετά τινος, σχετίζω, δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις Αἰσχ. Θήβ. 597. ― Παθητ., Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις Εὐριπ. Ἀνδρ. 1245· ᾖ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοὶ Σοφ. Αἴ. 493. 2) διαλλάττω, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 1. 24· τινὰς Ξενοφ. Πόροι 5. 8· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 930Α. ― Παθητ. καὶ μέσ., συνδιαλλάττομαι, ἢ [[ἔρχομαι]] εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συμμαχῶ ἢ συνεταιρίζομαι μετά τινος, [[πρός]] τινα Θουκ. 8. 90, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 2, 1· ἀπολ., [[κάμνω]] εἰρήνην, Θουκ. 5. 5, Ξεν., κλπ.· μετρίως, ἐπὶ δικαίοις ὅροις, Θουκ. 4. 19. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχέσεις μετά τινος, συναντῶ αὐτόν που, μὴ συναλλάξαντά πω Σοφ. Ο. Τ. 1110, Εὐρ. Ἡρακλ. 4, Δημ. 760. 12· [[ὡσαύτως]], ἦ ξυνήλλαξας τί πω; ἔσχες σχέσεις μετ’ [[αὐτοῦ]] ποτέ; Σοφ. Ο. Τ. 1130. 2) [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις ἢ συμφωνίας μετά τινος (ἴδε [[συνάλλαγμα]] ΙΙ), Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 8, 7, πρβλ. 8. 13, 5· κἑξ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., τοιοῦτο [[πρᾶγμα]] συναλλάττων Δημ. 867. 11, πρβλ. 8. 9. 21. | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer |