συρίγγιον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1040.png Seite 1040]] τό, dim. von [[σῦριγξ]], kleine Röhre, Sp. – Auch kleines hohles Geschwür, Fistel, Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1040.png Seite 1040]] τό, dim. von [[σῦριγξ]], kleine Röhre, Sp. – Auch kleines hohles Geschwür, Fistel, Medic.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit roseau.<br />'''Étymologie:''' [[σῦριγξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῡρίγγιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ σῦριγξ, μικρὸς κάλαμος, μικρὰ σῦριγξ, παρὰ Πλουτ. 2. 456Α, ἐπὶ μικρᾶς σύριγγος δι’ ἧς ὁρίζεται ἡ [[φωνή]]· [[ὡσαύτως]] συριγγίδιον, Ἥρων Πνευμ. 170Λ. 2) ἡ ἐν τῷ τροχῷ κεντρικὴ ὀπή, Ἡσύχ. 3) τὸ [[ἕλκος]] [[συρίγγιον]], Λατ. fistula, Ἱππ. 1201D.
|lstext='''σῡρίγγιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ σῦριγξ, μικρὸς κάλαμος, μικρὰ σῦριγξ, παρὰ Πλουτ. 2. 456Α, ἐπὶ μικρᾶς σύριγγος δι’ ἧς ὁρίζεται ἡ [[φωνή]]· [[ὡσαύτως]] συριγγίδιον, Ἥρων Πνευμ. 170Λ. 2) ἡ ἐν τῷ τροχῷ κεντρικὴ ὀπή, Ἡσύχ. 3) τὸ [[ἕλκος]] [[συρίγγιον]], Λατ. fistula, Ἱππ. 1201D.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit roseau.<br />'''Étymologie:''' [[σῦριγξ]].
}}
}}
{{elru
{{elru