φυσητήρ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] ῆρος, ὁ, 1) ein Werkzeug zum Blasen, Pfeife, Röhre zum Aufblasen, Her. 4, 2. Daher – a) Blasebalg, Fächer, das Feuer anzufachen, Sp.; vgl. Poll. 10, 187. – b) die Blaseröhre, bes. der Wallfische, durch welche sie Luft mit Wasser ausspritzen, Arist. H. A. 6, 12, auch der Tintenfische, mit welcher sie den Tintenfast ausspritzen u. ihre Eier legen, Arist. H. A. 5, 6. – Der Wallfisch selbst heißt so, der Blaser, od. Blasesisch, Sp. – 2) der Blaser, der bläs't od. anbläs't, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] ῆρος, ὁ, 1) ein Werkzeug zum Blasen, Pfeife, Röhre zum Aufblasen, Her. 4, 2. Daher – a) Blasebalg, Fächer, das Feuer anzufachen, Sp.; vgl. Poll. 10, 187. – b) die Blaseröhre, bes. der Wallfische, durch welche sie Luft mit Wasser ausspritzen, Arist. H. A. 6, 12, auch der Tintenfische, mit welcher sie den Tintenfast ausspritzen u. ihre Eier legen, Arist. H. A. 5, 6. – Der Wallfisch selbst heißt so, der Blaser, od. Blasesisch, Sp. – 2) der Blaser, der bläs't od. anbläs't, Diosc.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />sorte de flûte.<br />'''Étymologie:''' [[φυσάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῡσητήρ''': ῆρος, ὁ, [[ὄργανον]] πρὸς φύσησιν, σωλὴν φυσητηρίου, [[σωλήν]], φ. [[ὀστέϊνος]] Ἡρόδ. 4. 2. πρβλ. Διοσκ. 5. 85, Ὀππ. Ἁλ. 4. 463. 2) ὡς τὸ [[φῦσα]], [[φυσητήριον]] χαλκέως, φυσερόν, μουχάνι, Πολυδ. Ι΄, 147, Γαλην. 3) ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἡ [[φάλλαινα]] ἀναπνέει καὶ ἀναφυσᾷ τὸ [[ὕδωρ]], καθ’ Ἡσύχ. «ὁ τῶν κητωδῶν ἰχθύων [[αὐλός]]», Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 6. 12. 1· ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἡ [[σηπία]] ἐκτινάσσει τὸ [[μέλαν]], [[αὐτόθι]] 5. 6, 4. ΙΙ. ὁ μεταχειριζόμενος τὸν φυσητῆρα, Διοσκ. 5. 85· «φυσητὴρ καὶ τὸ [[ὄργανον]] ᾧ ἐμφυσᾷ ὁ χρώμενος, καὶ ὁ [[ἄνθρωπος]] ὁ τὸ [[ὄργανον]] μεταχειριζόμενος» Σουΐδ. ἐν λ. ἐξέλιπε. 2) [[εἶδος]] κήτους (πρβλ. Ι. 3), Στράβ. 145.
|lstext='''φῡσητήρ''': ῆρος, ὁ, [[ὄργανον]] πρὸς φύσησιν, σωλὴν φυσητηρίου, [[σωλήν]], φ. [[ὀστέϊνος]] Ἡρόδ. 4. 2. πρβλ. Διοσκ. 5. 85, Ὀππ. Ἁλ. 4. 463. 2) ὡς τὸ [[φῦσα]], [[φυσητήριον]] χαλκέως, φυσερόν, μουχάνι, Πολυδ. Ι΄, 147, Γαλην. 3) ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἡ [[φάλλαινα]] ἀναπνέει καὶ ἀναφυσᾷ τὸ [[ὕδωρ]], καθ’ Ἡσύχ. «ὁ τῶν κητωδῶν ἰχθύων [[αὐλός]]», Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 6. 12. 1· ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἡ [[σηπία]] ἐκτινάσσει τὸ [[μέλαν]], [[αὐτόθι]] 5. 6, 4. ΙΙ. ὁ μεταχειριζόμενος τὸν φυσητῆρα, Διοσκ. 5. 85· «φυσητὴρ καὶ τὸ [[ὄργανον]] ᾧ ἐμφυσᾷ ὁ χρώμενος, καὶ ὁ [[ἄνθρωπος]] ὁ τὸ [[ὄργανον]] μεταχειριζόμενος» Σουΐδ. ἐν λ. ἐξέλιπε. 2) [[εἶδος]] κήτους (πρβλ. Ι. 3), Στράβ. 145.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />sorte de flûte.<br />'''Étymologie:''' [[φυσάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm