φυλακτήριον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1313.png Seite 1313]] τό, 1) Ort, Posten, fester Platz, wo sich Wächter, Besatzungen befinden, Wachtposten, besetzter Platz; Her. 5, 52; Thuc. 4, 31. – Bes. ein mit den Thürmen der Stadtmauern verbundener Ort für die Wächter, ein Wachthaus; Plat. Rep. IV, 424 c Legg. XII, 962 c; Xen. Cyr. 7, 5,12; Arist. pol. 7, 10. – 2) ein Verwahrungs- oder Schutzmittel, ein Amulet; ἓν δέ τι κοινὸν ἡ [[φύσις]] τῶν εὖ φρονούντων ἐν αὑτῇ κέκτηται [[φυλακτήριον]] Dem. 6, 24; Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1313.png Seite 1313]] τό, 1) Ort, Posten, fester Platz, wo sich Wächter, Besatzungen befinden, Wachtposten, besetzter Platz; Her. 5, 52; Thuc. 4, 31. – Bes. ein mit den Thürmen der Stadtmauern verbundener Ort für die Wächter, ein Wachthaus; Plat. Rep. IV, 424 c Legg. XII, 962 c; Xen. Cyr. 7, 5,12; Arist. pol. 7, 10. – 2) ein Verwahrungs- oder Schutzmittel, ein Amulet; ἓν δέ τι κοινὸν ἡ [[φύσις]] τῶν εὖ φρονούντων ἐν αὑτῇ κέκτηται [[φυλακτήριον]] Dem. 6, 24; Sp., wie Plut.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> lieu pour garder, poste, corps de garde;<br /><b>2</b> moyen de garder ; préservatif, talisman, amulette.<br />'''Étymologie:''' [[φυλάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῠλακτήριον''': τό, [[θέσις]] ἰσχυρὰ φρουρουμένη, [[φρούριον]], Ἡρόδ. 5. 52· [[μάλιστα]] δὲ προμαχὼν ἔχων συγκοινωνίαν μετὰ τῶν τελείων καὶ μεγάλων φρουρίων, Λατ. statio, Θουκ. 4. 31, 33, 110, Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 5, 12, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 1, κλπ. 2) [[μέσον]] ἀσφαλείας, [[ἀσφάλεια]], Πλάτ. Νόμ. 917Β· [[μέσον]] διατηρήσεως Δημ. 71. 24· ὡς καὶ νῦν [[φυλακτήριον]], κοινῶς «φυλακτάρι» ἢ «[[φυλακτόν]]», Διοσκ. 5. 159, Πλούτ. 2. 378Β, κλπ.· παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις φυλακτήρια ἦσαν λωρίδες μεμβράνης φέρουσαι ἐπιγεγραμμένα χωρία τοῦ Νόμου, ἃς περιέδενον περὶ τὸ [[μέτωπον]] ὅτε προσηύχοντο, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 5· οὕτω, φ. χρυσᾶ, ἃ ἐφόρουν οἱ βασιλεῖς τῆς Αἰγύπτου, Lap. Rosett. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 45.
|lstext='''φῠλακτήριον''': τό, [[θέσις]] ἰσχυρὰ φρουρουμένη, [[φρούριον]], Ἡρόδ. 5. 52· [[μάλιστα]] δὲ προμαχὼν ἔχων συγκοινωνίαν μετὰ τῶν τελείων καὶ μεγάλων φρουρίων, Λατ. statio, Θουκ. 4. 31, 33, 110, Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 5, 12, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 1, κλπ. 2) [[μέσον]] ἀσφαλείας, [[ἀσφάλεια]], Πλάτ. Νόμ. 917Β· [[μέσον]] διατηρήσεως Δημ. 71. 24· ὡς καὶ νῦν [[φυλακτήριον]], κοινῶς «φυλακτάρι» ἢ «[[φυλακτόν]]», Διοσκ. 5. 159, Πλούτ. 2. 378Β, κλπ.· παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις φυλακτήρια ἦσαν λωρίδες μεμβράνης φέρουσαι ἐπιγεγραμμένα χωρία τοῦ Νόμου, ἃς περιέδενον περὶ τὸ [[μέτωπον]] ὅτε προσηύχοντο, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 5· οὕτω, φ. χρυσᾶ, ἃ ἐφόρουν οἱ βασιλεῖς τῆς Αἰγύπτου, Lap. Rosett. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 45.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> lieu pour garder, poste, corps de garde;<br /><b>2</b> moyen de garder ; préservatif, talisman, amulette.<br />'''Étymologie:''' [[φυλάσσω]].
}}
}}
{{eles
{{eles