χῶρος: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1388.png Seite 1388]] ὁ, 1) [[Raum]], [[Platz]], [[Stelle]], Gegend, Ort; oft bei Hom. u. Folgdn; χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον Il. 3, 315; ὅτε δή ῥ' ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο 4, 446; [[ὀλίγος]] δ' ἔτι [[χῶρος]] ἐρύκει 20, 161; [[χῶρος]] [[ἐρῆμος]], οἰόπολος, 10, 520. 13, 473; Raum, Platz, Zwischenraum, 8, 491. 10, 199, wie D. Hal. 8, 67; [[πίων]], [[εὐαής]], καταστάφυλος, Hes. O. 392. 601 Th. 806, u. sonst; Pind. Ol. 3, 27 P. 4, 209; Tragg., Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον Aesch. Eum. 24; θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει [[χῶρος]] Soph. Phil. 1133; das Gebiet einer Stadt, Her. 1, 160; und so auch im plur., 9, 15; wie bei den Att. nur [[χώρα]] gebraucht wird; – ἐν βραχεῖ χώρῳ ποιήσας τὴν ὅλην δύναμιν Pol. 11, 1,3. – 2) Ackerland, Landgut, Xen. Cyr. 7, 4,6. – (χάω, [[χανδάνω]] sind als Stamm anzusehen.)
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1388.png Seite 1388]] ὁ, 1) [[Raum]], [[Platz]], [[Stelle]], Gegend, Ort; oft bei Hom. u. Folgdn; χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον Il. 3, 315; ὅτε δή ῥ' ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο 4, 446; [[ὀλίγος]] δ' ἔτι [[χῶρος]] ἐρύκει 20, 161; [[χῶρος]] [[ἐρῆμος]], οἰόπολος, 10, 520. 13, 473; Raum, Platz, Zwischenraum, 8, 491. 10, 199, wie D. Hal. 8, 67; [[πίων]], [[εὐαής]], καταστάφυλος, Hes. O. 392. 601 Th. 806, u. sonst; Pind. Ol. 3, 27 P. 4, 209; Tragg., Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον Aesch. Eum. 24; θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει [[χῶρος]] Soph. Phil. 1133; das Gebiet einer Stadt, Her. 1, 160; und so auch im plur., 9, 15; wie bei den Att. nur [[χώρα]] gebraucht wird; – ἐν βραχεῖ χώρῳ ποιήσας τὴν ὅλην δύναμιν Pol. 11, 1,3. – 2) Ackerland, Landgut, Xen. Cyr. 7, 4,6. – (χάω, [[χανδάνω]] sind als Stamm anzusehen.)
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />espace, <i>d'où</i><br /><b>1</b> intervalle entre : νεκύων IL entre les morts;<br /><b>2</b> emplacement déterminé, lieu limité ; [[χῶρος]] [[ὅδε]], [[οὗτος]], <i>etc.</i> le lieu, le pays que voici ; [[χῶρος]] ἀσεβῶν LUC séjour des impies;<br /><b>3</b> pays, région, contrée ; territoire d'une cité;<br /><b>4</b> espace de la campagne, campagne ; <i>particul.</i> bien de campagne, fonds de terre.<br />'''Étymologie:''' R. Χα, être ouvert ; cf. [[χώρα]], [[χωρίς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χῶρος''': ὁ· ([[ἄγνωστος]] ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως)· - ὡς τὸ [[χώρα]] Ι, [[τόπος]],κεχωρισμένον [[μέρος]] ἐδάφους, [[μέρος]], χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον, «τὸν τόπον ... πᾶν τὸ [[χωρίον]] ἐν ᾧ ἔμελλον μονομαχήσειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 315· διαμετρητῷ ἑνὶ [[χῶρος]], «[[ὅπου]] καθαρὸς καὶ διατρανὴς ἦν ὁ [[τόπος]] ἀπὸ τῶν νεκρῶν» (Σχόλ.), Θ. 491, Κ. 199· χ. [[ὑλήεις]], ἔρημος, οἱοπόλος, [[ψαμαθώδης]] Ὀδ. Ξ. 2, Ἰλ. Κ. 520, Ν. 472, κ. ἀλλ.· [[πίων]] Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 388· εὐαὴς [[αὐτόθι]] 597· [[καταστύφελος]] Ἡσ. Θεογ. 806· οὕτω, δένδρε’ ἔθαλλον χ. Πινδ. Ο. 3. 40· συχν. [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. (π.χ. 2. 178), καὶ Τραγ· Βρόμιος δ’ ἔχει τὸν χῶρον Αἰσχύλ. Εὐμ. 24· θηρῶν οὓς ὅδ’ ἔχει [[χῶρος]] Σοφ. Φιλ. 1148· Μακραὶ δὲ χὼρός ἐστ’ [[ἐκεῖ]] κεκλημένος Εὐρ. Ἴων. 283, κλπ.· - ποιήσας ἐν βραχεῖ χώρῳ τὴν ὅλην δύναμιν, συμπυκνώσας ἐντὸς μικροῦ χώρου τὴν ὅλην δύναμιν, Πολύβ. 11. 1, 3· - μεταφορ., [[χῶρος]] ... [[οὗτος]] ἀνθρώπου φρενῶν Σοφ. Ἀποσπ. 757, πρβλ. Τραχ. 145. ΙΙ [[χώρα]], γῆ, Ἡρόδ. 4. 30· ὁ Λιβυκὸς χ. ὁ αὐτ. 2. 19· τοῦ Ἀταρνέος χ. ὁ αὐτ. 1. 160· τῆς Ἀραβίης 2. 75· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., χῶραι, τῶν Θηβαίων ἕκειρε τοὺς χώρους ὁ αὐτ. 9. 15, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1126· μεταφορ., τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χώροις ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 145. 2) [[περιουσία]] κτηματική, [[κτῆμα]] «ὑποστατικὸν», Ξεν. Οἰκ. 11, 18· Κύρου Παιδ. 7. 4, 6 3) ἡ [[ἐξοχή]], οἱ ἀγροί, Λατ. rus, ἐν τῷ χώρῳ καὶ ἐν τῷ ἄστει ὁ αὐτ. Οἰκ. 5, 4, πρβλ. 11, 18ι μετὰ τοῦ ἄρουρα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155. ΙΙΙ. χ. ὁ [[περίγειος]] = orbis terrarum, Φίλων, Ἐκκλ. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις πλὴν παρὰ Ξεν. πρβλ. [[χώρα]] ἐν τέλει.
|lstext='''χῶρος''': ὁ· ([[ἄγνωστος]] ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως)· - ὡς τὸ [[χώρα]] Ι, [[τόπος]],κεχωρισμένον [[μέρος]] ἐδάφους, [[μέρος]], χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον, «τὸν τόπον ... πᾶν τὸ [[χωρίον]] ἐν ᾧ ἔμελλον μονομαχήσειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 315· διαμετρητῷ ἑνὶ [[χῶρος]], «[[ὅπου]] καθαρὸς καὶ διατρανὴς ἦν ὁ [[τόπος]] ἀπὸ τῶν νεκρῶν» (Σχόλ.), Θ. 491, Κ. 199· χ. [[ὑλήεις]], ἔρημος, οἱοπόλος, [[ψαμαθώδης]] Ὀδ. Ξ. 2, Ἰλ. Κ. 520, Ν. 472, κ. ἀλλ.· [[πίων]] Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 388· εὐαὴς [[αὐτόθι]] 597· [[καταστύφελος]] Ἡσ. Θεογ. 806· οὕτω, δένδρε’ ἔθαλλον χ. Πινδ. Ο. 3. 40· συχν. [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. (π.χ. 2. 178), καὶ Τραγ· Βρόμιος δ’ ἔχει τὸν χῶρον Αἰσχύλ. Εὐμ. 24· θηρῶν οὓς ὅδ’ ἔχει [[χῶρος]] Σοφ. Φιλ. 1148· Μακραὶ δὲ χὼρός ἐστ’ [[ἐκεῖ]] κεκλημένος Εὐρ. Ἴων. 283, κλπ.· - ποιήσας ἐν βραχεῖ χώρῳ τὴν ὅλην δύναμιν, συμπυκνώσας ἐντὸς μικροῦ χώρου τὴν ὅλην δύναμιν, Πολύβ. 11. 1, 3· - μεταφορ., [[χῶρος]] ... [[οὗτος]] ἀνθρώπου φρενῶν Σοφ. Ἀποσπ. 757, πρβλ. Τραχ. 145. ΙΙ [[χώρα]], γῆ, Ἡρόδ. 4. 30· ὁ Λιβυκὸς χ. ὁ αὐτ. 2. 19· τοῦ Ἀταρνέος χ. ὁ αὐτ. 1. 160· τῆς Ἀραβίης 2. 75· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., χῶραι, τῶν Θηβαίων ἕκειρε τοὺς χώρους ὁ αὐτ. 9. 15, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1126· μεταφορ., τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χώροις ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 145. 2) [[περιουσία]] κτηματική, [[κτῆμα]] «ὑποστατικὸν», Ξεν. Οἰκ. 11, 18· Κύρου Παιδ. 7. 4, 6 3) ἡ [[ἐξοχή]], οἱ ἀγροί, Λατ. rus, ἐν τῷ χώρῳ καὶ ἐν τῷ ἄστει ὁ αὐτ. Οἰκ. 5, 4, πρβλ. 11, 18ι μετὰ τοῦ ἄρουρα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155. ΙΙΙ. χ. ὁ [[περίγειος]] = orbis terrarum, Φίλων, Ἐκκλ. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις πλὴν παρὰ Ξεν. πρβλ. [[χώρα]] ἐν τέλει.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />espace, <i>d'où</i><br /><b>1</b> intervalle entre : νεκύων IL entre les morts;<br /><b>2</b> emplacement déterminé, lieu limité ; [[χῶρος]] [[ὅδε]], [[οὗτος]], <i>etc.</i> le lieu, le pays que voici ; [[χῶρος]] ἀσεβῶν LUC séjour des impies;<br /><b>3</b> pays, région, contrée ; territoire d'une cité;<br /><b>4</b> espace de la campagne, campagne ; <i>particul.</i> bien de campagne, fonds de terre.<br />'''Étymologie:''' R. Χα, être ouvert ; cf. [[χώρα]], [[χωρίς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth