3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0382.png Seite 382]] sich unanständig betragen, Eur. Hec. 407; ἀσχημονῶν γέλωτα ὀφλήσω Plat. Rep. VI, 506 d; τὰ δεινότατα Dem. 60, 25; vgl. ἄλλα ἀσχ. ἃ δούλων ἐστὶν ἔργα 22, 53; Aesch. 2, 151; εἴς τινα Dion. Hal. 2, 26; [[ὑπόθεσις]] ἀσχημονοῦσα, unanständig, Luc. Nigr. 8; Plut. Phoc. 24. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0382.png Seite 382]] sich unanständig betragen, Eur. Hec. 407; ἀσχημονῶν γέλωτα ὀφλήσω Plat. Rep. VI, 506 d; τὰ δεινότατα Dem. 60, 25; vgl. ἄλλα ἀσχ. ἃ δούλων ἐστὶν ἔργα 22, 53; Aesch. 2, 151; εἴς τινα Dion. Hal. 2, 26; [[ὑπόθεσις]] ἀσχημονοῦσα, unanständig, Luc. Nigr. 8; Plut. Phoc. 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />avoir une mauvaise tenue, se tenir avec inconvenance, manquer aux bienséances.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσχήμων]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσχημονέω''': φέρομαι ἀσχημόνως, [[καταισχύνω]] ἐμαυτόν, αἰσχύνης ἄξια [[πράττω]], Εὐρ. Ἑκ. 407, Κρατῖν. ἐν «Πανόπταις» 4, Πλάτ. Πολ. 506D, κτλ.· ὡσάυτως, ἢ ἄλλα ἀσχημονοίη Δημ. 609. 17· ἄσχ. τἀ δεινότατα ὁ αὐτ. 1396. 26· μηδὲν ἄσχ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 10: ― μετὰ μετοχ., Πλούτ. 2.178D. ― Παθ., πολλὰ ἀσχημονεῖται, πολλὰ ἀπρεπῆ πράττονται, Διον. Ἁλ. 2, 26. | |lstext='''ἀσχημονέω''': φέρομαι ἀσχημόνως, [[καταισχύνω]] ἐμαυτόν, αἰσχύνης ἄξια [[πράττω]], Εὐρ. Ἑκ. 407, Κρατῖν. ἐν «Πανόπταις» 4, Πλάτ. Πολ. 506D, κτλ.· ὡσάυτως, ἢ ἄλλα ἀσχημονοίη Δημ. 609. 17· ἄσχ. τἀ δεινότατα ὁ αὐτ. 1396. 26· μηδὲν ἄσχ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 10: ― μετὰ μετοχ., Πλούτ. 2.178D. ― Παθ., πολλὰ ἀσχημονεῖται, πολλὰ ἀπρεπῆ πράττονται, Διον. Ἁλ. 2, 26. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |