Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄκουρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0078.png Seite 78]] 1) ohne Sohn, Hom. einmal, Od. 7, 64. – 2) ungeschoren, [[ὑπήνη]] Ar. Vesp. 477; [[φόβη]] Lyc. 976.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0078.png Seite 78]] 1) ohne Sohn, Hom. einmal, Od. 7, 64. – 2) ungeschoren, [[ὑπήνη]] Ar. Vesp. 477; [[φόβη]] Lyc. 976.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans enfants.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κοῦρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκουρος''': -ον, ([[κοῦρος]] [[ἀντί]] [[κόρος]]) = [[ἄνευ]] τέκνου, [[ἄνευ]] ἄρρενος κληρονόμου, Ὀδ. Η. 64. ΙΙ. ([[κουρά]]) = ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρημένος, Ἀριστοφ. Σφ. 477, Λυκόφρ. 976., Στράβ.
|lstext='''ἄκουρος''': -ον, ([[κοῦρος]] [[ἀντί]] [[κόρος]]) = [[ἄνευ]] τέκνου, [[ἄνευ]] ἄρρενος κληρονόμου, Ὀδ. Η. 64. ΙΙ. ([[κουρά]]) = ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρημένος, Ἀριστοφ. Σφ. 477, Λυκόφρ. 976., Στράβ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans enfants.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κοῦρος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 14:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκουρος Medium diacritics: ἄκουρος Low diacritics: άκουρος Capitals: ΑΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: ákouros Transliteration B: akouros Transliteration C: akouros Beta Code: a)/kouros

English (LSJ)

ον, (κοῦρος) A childless, without male heir, Od.7.64. II (κουρά) unshaven, Ar.V.476, Lyc.976, Str.10.3.6.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene hijo varón τὸν μὲν ἄ. ἐόντα βάλ' ... Ἀπόλλων Od.7.64. • DMic.: a-ko-wo (??).
-ον
1 no rasurado, no afeitado de la barba ὑπήνη Ar.V.476
no rasurado, intonso del cabello κρατὸς δ' ἄ. νῶτα καλλυνεῖ intonso en su cabellera cubrirá su espalda Lyc.976, διὰ τὸ ἀκούρους φυλάττειν τὰς κεφαλάς como etím. de Ἀκαρνᾶνες Str.10.3.6.
2 no afeitado todavía, imberbe ref. un adolescente ICallatis 135.3 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 78] 1) ohne Sohn, Hom. einmal, Od. 7, 64. – 2) ungeschoren, ὑπήνη Ar. Vesp. 477; φόβη Lyc. 976.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans enfants.
Étymologie: , κοῦρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκουρος: -ον, (κοῦρος ἀντί κόρος) = ἄνευ τέκνου, ἄνευ ἄρρενος κληρονόμου, Ὀδ. Η. 64. ΙΙ. (κουρά) = ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρημένος, Ἀριστοφ. Σφ. 477, Λυκόφρ. 976., Στράβ.

English (Autenrieth)

(κοῦρος): without male heir, Od. 7.64†.

Greek Monolingual

(I)
ἄκουρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει παιδιά και κυρίως αρσενικό κληρονόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κοῦρος «αγόρι»].
(II)
–ο, (Α ἄκουρος, -ον) κουρά
ακούρευτος, αξύριστος
νεοελλ.
1. «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από κάθε τάξη και κάθε ηλικία
2. (γι’ αυτόν που πρόκειται να «καρῇ μοναχὸς») αυτός που δεν πήρε ακόμη το μοναχικό σχήμα με την τελετή της κουράς.

Greek Monotonic

ἄκουρος: -ον (κοῦρος Ιων. αντί κόρος),
I. αυτός που δεν έχει αρσενικό διάδοχο ή κληρονόμο, σε Ομήρ. Οδ.
II. (κουρά), αξύριστος, ακούρευτος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκουρος: не имеющий сыновей Hom.
нестриженный (ὑπήνη Arph.).

Middle Liddell

κοῦρος ionic for κόρος
I. without male heir, Od.
II. (κουρά) unshaven, unshorn, Ar.