ἐκκαθαίρω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0761.png Seite 761]] ganz reinigen, ausräumen; οὐροὺς ἐξεκάθαιρον Il. 2, 153; χθόνα κνωδάλων Aesch. Suppl. 261; ἑαυτὸν ἀπό τινος N. T.; τὴν δωροδοκίαν ἐκ τῆς πόλεως, ausrotten, Din. 2, 5; τινά, Plat. Euthyph. 3 a; [[γένος]] Diphil. bei Ath. 280 a; ausputzen, auspoliren, ὡσπερ ἀνδριάντα Plat. Rep. II, 361 d; ἀσπίδες ἐκκεκαθαρμέναι Xen. An. 1, 2, 16; – λογισμόν, eine Rechnung ins Reine bringen, Plut. ad. et am. discr. 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0761.png Seite 761]] ganz reinigen, ausräumen; οὐροὺς ἐξεκάθαιρον Il. 2, 153; χθόνα κνωδάλων Aesch. Suppl. 261; ἑαυτὸν ἀπό τινος N. T.; τὴν δωροδοκίαν ἐκ τῆς πόλεως, ausrotten, Din. 2, 5; τινά, Plat. Euthyph. 3 a; [[γένος]] Diphil. bei Ath. 280 a; ausputzen, auspoliren, ὡσπερ ἀνδριάντα Plat. Rep. II, 361 d; ἀσπίδες ἐκκεκαθαρμέναι Xen. An. 1, 2, 16; – λογισμόν, eine Rechnung ins Reine bringen, Plut. ad. et am. discr. 34.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐκκάθηρα (<i>non</i> ἐκκάθαρα);<br />nettoyer à fond : οὐρούς IL les sentines ; ἀσπίδας ἐκκεκαθαρμένας XÉN boucliers bien luisants <i>litt.</i> nettoyés ; χθόνα ἐκκ. κνωδάλων ESCHL purger la terre de monstres ; <i>fig.</i> λογισμόν PLUT apurer un compte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[καθαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκᾰθαίρω''': [[καθαρίζω]] ἐντελῶς, 1) μετ’ αἰτ. τοῦ καθαριζομένου πράγματος, [[ἐκκαθαρίζω]], οὐρούς τ’ ἐξεκάθαιρον, «ἐξέσκαπτον» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 153˙ τὴν κοιλίην Ἡρόδ. 2. 86, πρβλ. 4. 46˙ χθόνα ἐκκαθαίρει κνωδάλων, ἐκκαθαρίζει (ἀπαλλάττει) τὴν χώραν ταύτην τῶν τεράτων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 264˙ ἐκκ. τινά, ὡς ἀνδριάντα, εἰς τήν κρίσιν, καθιστᾶν τινα ἐντελῶς καθαρόν, ἀπαλλάττειν πάσης τραχύτητος˙ μεταφ., ἐκ τῆς ἐπεργασίας γλύπτου τελειοποιοῦντος ἀνδριάντα, Πλάτ. Πολ. 361D˙ ἐκκ. λογισμόν, ἐκκαθαρίζειν λογαριασμόν, Πλούτ. 2. 64F, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. ― Παθ., ἐντελῶς καθαρίζομαι, ἀσπίδες ἐκκεκαθαρμέναι, διάφ. γρ. ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 16˙ [[γίνομαι]] [[καθαρός]], ἐξαγνίζομαι, τὴν ψυχὴν ὁ αὐτ. Συμπ. 1, 4 πρβλ. Πλάτ. Πολ. 527D. 2) μετ’ αἰτ. δηλούσης τὸ ἐκκαθαιρόμενον, δηλ. τὸ ἐκβαλλόμενον ἐκ τοῦ μέσου [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], καὶ δὴ καὶ Μέλητος [[ἴσως]] πρῶτον μὲν ἡμᾶς ἐκκαθαίρει, «ξεκαθαρίζει», Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, μέσ.˙ τὸ τοιοῦτον ἐκκ. Γένος Δίφιλος ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 17.
|lstext='''ἐκκᾰθαίρω''': [[καθαρίζω]] ἐντελῶς, 1) μετ’ αἰτ. τοῦ καθαριζομένου πράγματος, [[ἐκκαθαρίζω]], οὐρούς τ’ ἐξεκάθαιρον, «ἐξέσκαπτον» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 153˙ τὴν κοιλίην Ἡρόδ. 2. 86, πρβλ. 4. 46˙ χθόνα ἐκκαθαίρει κνωδάλων, ἐκκαθαρίζει (ἀπαλλάττει) τὴν χώραν ταύτην τῶν τεράτων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 264˙ ἐκκ. τινά, ὡς ἀνδριάντα, εἰς τήν κρίσιν, καθιστᾶν τινα ἐντελῶς καθαρόν, ἀπαλλάττειν πάσης τραχύτητος˙ μεταφ., ἐκ τῆς ἐπεργασίας γλύπτου τελειοποιοῦντος ἀνδριάντα, Πλάτ. Πολ. 361D˙ ἐκκ. λογισμόν, ἐκκαθαρίζειν λογαριασμόν, Πλούτ. 2. 64F, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. ― Παθ., ἐντελῶς καθαρίζομαι, ἀσπίδες ἐκκεκαθαρμέναι, διάφ. γρ. ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 16˙ [[γίνομαι]] [[καθαρός]], ἐξαγνίζομαι, τὴν ψυχὴν ὁ αὐτ. Συμπ. 1, 4 πρβλ. Πλάτ. Πολ. 527D. 2) μετ’ αἰτ. δηλούσης τὸ ἐκκαθαιρόμενον, δηλ. τὸ ἐκβαλλόμενον ἐκ τοῦ μέσου [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], καὶ δὴ καὶ Μέλητος [[ἴσως]] πρῶτον μὲν ἡμᾶς ἐκκαθαίρει, «ξεκαθαρίζει», Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, μέσ.˙ τὸ τοιοῦτον ἐκκ. Γένος Δίφιλος ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 17.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐκκάθηρα (<i>non</i> ἐκκάθαρα);<br />nettoyer à fond : οὐρούς IL les sentines ; ἀσπίδας ἐκκεκαθαρμένας XÉN boucliers bien luisants <i>litt.</i> nettoyés ; χθόνα ἐκκ. κνωδάλων ESCHL purger la terre de monstres ; <i>fig.</i> λογισμόν PLUT apurer un compte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[καθαίρω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth