ἐφετμή: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1116.png Seite 1116]] ἡ ([[ἐφίημι]]), Auftrag, Befehl, Ermahnung, bes. von den Göttern u. Eltern, μητρός Il. 18, 216, ἐκραίαινεν ἐφετμὰς Φοίβου Απόλλωνος 5, 508; θεῶν Pind. P. 2, 21; Ἡρακλέος ἐφετμὰς [[κραίνω]] Ol. 3, 11, u. oft, immer im plur.; θεοῦ σώζων ἐφετμὰς Λοξίου χρηστηρίους Aesch. Ch. 298; Eum. 232 u. öfter; Eur. I. A. 634 u. sp. D., wie Coluth. 98; aber auch [[Θέτις]] δ' οὐ λήθετ' ἐφετμῶν παιδὸς ἑοῦ, Il. 1, 495, woran sich Pind. I. 5, 18 Μοίρας [[προσεννέπω]] ἕσπεσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς schließt, dem Flehen, Gebete des Freundes Folge geben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1116.png Seite 1116]] ἡ ([[ἐφίημι]]), Auftrag, Befehl, Ermahnung, bes. von den Göttern u. Eltern, μητρός Il. 18, 216, ἐκραίαινεν ἐφετμὰς Φοίβου Απόλλωνος 5, 508; θεῶν Pind. P. 2, 21; Ἡρακλέος ἐφετμὰς [[κραίνω]] Ol. 3, 11, u. oft, immer im plur.; θεοῦ σώζων ἐφετμὰς Λοξίου χρηστηρίους Aesch. Ch. 298; Eum. 232 u. öfter; Eur. I. A. 634 u. sp. D., wie Coluth. 98; aber auch [[Θέτις]] δ' οὐ λήθετ' ἐφετμῶν παιδὸς ἑοῦ, Il. 1, 495, woran sich Pind. I. 5, 18 Μοίρας [[προσεννέπω]] ἕσπεσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς schließt, dem Flehen, Gebete des Freundes Folge geben.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>gén. pl. épq.</i> ἐφετμέων;<br />ordre, prescription, recommandation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφίημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφετμή''': ἡ, ([[ἐφίημι]]) ποιητ. λ. ὡς τὸ [[ἐφημοσύνη]], [[παραγγελία]], [[ἐντολή]], [[προσταγή]], Ἰλ. Ξ. 249 (ἴδε πινύσσω)· θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμὴ Τ. 299· - συχνὸν ἐν τῷ πληθ., ἐντολαί, διατάγματα, παραγελίαι, ἰδίως ἐπὶ τῶν θεῶν ἢ τῶν γονέων, Ἰλ. Ε. 508, Σ. 216, Ὀδ. Γ. 11. κτλ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Α. 495, [[Θέτις]] δ’ οὐ λήθετ’ ἐφετμέων ἑοῦ· - [[ὡσαύτως]] ἐν Πινδ. Π. 3. 19, κτλ., Αἰσχύλ. Χο. 300. 685, Εὐμ. 241, Εὐρ. Ι. Α. 634· - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ αἰτήσεων, εὐχῶν ἢ παρακλήσεων, Πινδ. Ι. 6. (5) 26.
|lstext='''ἐφετμή''': ἡ, ([[ἐφίημι]]) ποιητ. λ. ὡς τὸ [[ἐφημοσύνη]], [[παραγγελία]], [[ἐντολή]], [[προσταγή]], Ἰλ. Ξ. 249 (ἴδε πινύσσω)· θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμὴ Τ. 299· - συχνὸν ἐν τῷ πληθ., ἐντολαί, διατάγματα, παραγελίαι, ἰδίως ἐπὶ τῶν θεῶν ἢ τῶν γονέων, Ἰλ. Ε. 508, Σ. 216, Ὀδ. Γ. 11. κτλ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Α. 495, [[Θέτις]] δ’ οὐ λήθετ’ ἐφετμέων ἑοῦ· - [[ὡσαύτως]] ἐν Πινδ. Π. 3. 19, κτλ., Αἰσχύλ. Χο. 300. 685, Εὐμ. 241, Εὐρ. Ι. Α. 634· - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ αἰτήσεων, εὐχῶν ἢ παρακλήσεων, Πινδ. Ι. 6. (5) 26.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>gén. pl. épq.</i> ἐφετμέων;<br />ordre, prescription, recommandation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφίημι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth