3,274,903
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0368.png Seite 368]] τό (εργ), das [[Werkzeug]], das, womit man Etwas ins Werk setzt; [[ἀθηρόβρωτον]], Soph. frg. 404, der auch κλᾶε δ' ὀργάνων ὅτου ψαύσειεν οἷς ἐχρῆτο, Trach. 901, von dem vergifteten Gewande sagt; λογχοποιῶν ὄργανα Eur. Bacch. 1206, λαϊνέοις Ἀμφίονος ὀργάνοις Phoen. 116; ἔχων τι τοιοῦτον [[ὄργανον]], οἷον οἱ σκυτοτόμοι, Plat. Conv. 191 a; ὁπόσα ἄλλα ὄργανα τῆς περὶ τὰ ἀμφιέσματα γενέσεως κοινωνεῖ, Polit. 281 e; [[σίδηρος]] καὶ χαλκὸς πολέμων ὄργανα, Legg. XII, 956 a, öfter; auch sogar [[ὄργανον]] ἐν ὄρεσιν, von Baumholz, Legg. 678 d; κυβευτικά, Aesch. 1, 59; Xen. u. Folgde, bes. von Maschinen, z. B. im Kriege; vgl. Pol. 1, 23, 5. 8, 7, 2; Arist. eth. 8, 11 nennt [[ὄργανον]] einen δοῦλον ἄψυχον, wie [[δοῦλος]] ein [[ὄργανον]] ἔμψυχον. Auch ὄργανα δι' ὧν αἰσθάνεται ἡμῶν τὸ αἰσθανόμενον ἕκαστον, Plat. Theaet. 185 c; dah. unser »Organ«. – Von musikalischen Instrumenten, πολύχορδα, πολυαρμόνια, Plat. Rep. III, 399 c; Arist. u. A. – Soph. brauchte es auch = [[ἔργον]], das Werk selbst, μελίσσης κηρόπλαστον [[ὄργανον]], frg. 464; vgl. Valcken. zum Schol. Eur. Phoen. 115. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0368.png Seite 368]] τό (εργ), das [[Werkzeug]], das, womit man Etwas ins Werk setzt; [[ἀθηρόβρωτον]], Soph. frg. 404, der auch κλᾶε δ' ὀργάνων ὅτου ψαύσειεν οἷς ἐχρῆτο, Trach. 901, von dem vergifteten Gewande sagt; λογχοποιῶν ὄργανα Eur. Bacch. 1206, λαϊνέοις Ἀμφίονος ὀργάνοις Phoen. 116; ἔχων τι τοιοῦτον [[ὄργανον]], οἷον οἱ σκυτοτόμοι, Plat. Conv. 191 a; ὁπόσα ἄλλα ὄργανα τῆς περὶ τὰ ἀμφιέσματα γενέσεως κοινωνεῖ, Polit. 281 e; [[σίδηρος]] καὶ χαλκὸς πολέμων ὄργανα, Legg. XII, 956 a, öfter; auch sogar [[ὄργανον]] ἐν ὄρεσιν, von Baumholz, Legg. 678 d; κυβευτικά, Aesch. 1, 59; Xen. u. Folgde, bes. von Maschinen, z. B. im Kriege; vgl. Pol. 1, 23, 5. 8, 7, 2; Arist. eth. 8, 11 nennt [[ὄργανον]] einen δοῦλον ἄψυχον, wie [[δοῦλος]] ein [[ὄργανον]] ἔμψυχον. Auch ὄργανα δι' ὧν αἰσθάνεται ἡμῶν τὸ αἰσθανόμενον ἕκαστον, Plat. Theaet. 185 c; dah. unser »Organ«. – Von musikalischen Instrumenten, πολύχορδα, πολυαρμόνια, Plat. Rep. III, 399 c; Arist. u. A. – Soph. brauchte es auch = [[ἔργον]], das Werk selbst, μελίσσης κηρόπλαστον [[ὄργανον]], frg. 464; vgl. Valcken. zum Schol. Eur. Phoen. 115. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> instrument de travail, outil;<br /><b>2</b> instrument de musique.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝεργ, travailler ; cf. [[ἔργον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄργᾰνον''': τό, (*[[ἔργω]]) [[ἐργαλεῖον]], τὸ δι’ οὗ ἐργαζόμεθα ἢ κατασκευάζομέν τι, Σοφ. Τρ. 905, πρβλ. [[ἀθηρόβρωτος]]· λογχοποιῶν ὄργανα Εὐρ. Βάκχ. 1208, πρβλ. Ἴωνα 1030· πολεμικὰ ὅπλα τε καὶ ὄργανα Πλάτ. Νόμ. 374D, πρβλ. 956Α· τὰ ἰατρικά, τὰ ναυτικὰ ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 298C· ὄργ. οἷα περὶ γεωργίαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 370D [[ὄνομα]] ἄρα διδασκαλικόν τί ἐστιν ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388Β· οἱ ἀστέρες καλοῦνται ὄργανα χρόνων ἢ χρόνου ὀ αὐτ. ἐν Τιμ. 41Ε, 42D· ὄργ. κυβευτικὰ Αἰσχίν. 9. 9· - ἐπὶ προσώπων, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄργ. Σοφ. Αἴ. 380. 2) [[αἰσθητήριον]] ἢ [[μέσον]] δι’ οὗ ἀντιλαμβάνεταί τις, τὰ περὶ τὰς αἰσθήσεις ὄργ. Πλάτ. Πολ. 580Β· τὸ ὄργ. ᾧ καταμανθάνει [[ἕκαστος]] [[αὐτόθι]] 518C πρβλ. Θεαίτ. 185C, κ. ἀλλ.· δι’ ἀμυδρῶν ὀργ. θεᾱσθαί τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Β, πρβλ. Τίμ. 45Β· - ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ σώματος καὶ τῶν διαφόρων [[αὐτοῦ]] μερῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 41., 1. 5, 12, π. Ζ. Γενέσ. 1. 2, 5· τὰ πορευτικὰ ὄργ., τὰ τῆς κινήσεως ὄργ., [[αὐτόθι]] 2. 1, 15· ὄργ. πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς, τὰ τῆς πέψεως ὄργ., [[αὐτόθι]] 5. 8, 4· τὸ ὄργ. τὸ περὶ τὴν ἀναπνοήν, τὰ ἀναπνευστικὰ ὄργανα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 4· τὰ ὄργ. τὰ πρὸς ὀχείαν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 38· ἡ χεὶρ καλεῖται [[ὄργανον]] ὀργάνων ἢ ὄργ. πρὸ ὀργάνων ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 8, 3, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 21· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 6, π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3. 3) μουσικὸν [[ὄργανον]], Σιμωνίδ. 38, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ὁ μὲν δι’ ὀργάνων ἐκήλει ἀνθρώπους, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Πλάτ. Συμπ. 215C· [[ἄνευ]] ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις [[αὐτόθι]], πρβλ. Πολιτικ. 268Β· ὄργ. πολύχορδα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 399C, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Μελανιππίδ. 2, Τελέστ. 1. 2. 4) χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 46. ΙΙ. τὸ πρὸς ἐργασίαν ὑλικόν, [[ὄργανον]] ἐν ὄρεσι ἡ ξυλική, Πλάτ. Νόμ. 678D. ΙΙΙ. αὐτὸ τὸ παραχθὲν ἢ ποιηθέν, ὡς τὸ [[ἔργον]], μελίσσης κηρόπλαστον ὄργ. Σοφ. Ἀποσπ. 464· λαϊνέοισιν Ἀμφίονος ὀργ., ἐπὶ τῶν τειχῶν τῶν Θηβῶν, Εὐρ. Φοίν. 115. IV. Τοῦ Ἀριστοτέλους τὰ λογικὰ συγγράμματα συνελέγησαν ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] [[ὄργανον]], οἱονεὶ [[ὄργανον]] τοῦ διανοεῖσθαι, Ἀμμων. Ἑρμην. εἰς τὰς Κατηγ. 1. α, πρβλ. Trendelenb. Elem. Log. σ. 48 (ἔκδ. 2), Πλάτ. Σοφιστ. 235Β. | |lstext='''ὄργᾰνον''': τό, (*[[ἔργω]]) [[ἐργαλεῖον]], τὸ δι’ οὗ ἐργαζόμεθα ἢ κατασκευάζομέν τι, Σοφ. Τρ. 905, πρβλ. [[ἀθηρόβρωτος]]· λογχοποιῶν ὄργανα Εὐρ. Βάκχ. 1208, πρβλ. Ἴωνα 1030· πολεμικὰ ὅπλα τε καὶ ὄργανα Πλάτ. Νόμ. 374D, πρβλ. 956Α· τὰ ἰατρικά, τὰ ναυτικὰ ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 298C· ὄργ. οἷα περὶ γεωργίαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 370D [[ὄνομα]] ἄρα διδασκαλικόν τί ἐστιν ὄργ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388Β· οἱ ἀστέρες καλοῦνται ὄργανα χρόνων ἢ χρόνου ὀ αὐτ. ἐν Τιμ. 41Ε, 42D· ὄργ. κυβευτικὰ Αἰσχίν. 9. 9· - ἐπὶ προσώπων, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄργ. Σοφ. Αἴ. 380. 2) [[αἰσθητήριον]] ἢ [[μέσον]] δι’ οὗ ἀντιλαμβάνεταί τις, τὰ περὶ τὰς αἰσθήσεις ὄργ. Πλάτ. Πολ. 580Β· τὸ ὄργ. ᾧ καταμανθάνει [[ἕκαστος]] [[αὐτόθι]] 518C πρβλ. Θεαίτ. 185C, κ. ἀλλ.· δι’ ἀμυδρῶν ὀργ. θεᾱσθαί τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Β, πρβλ. Τίμ. 45Β· - ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ σώματος καὶ τῶν διαφόρων [[αὐτοῦ]] μερῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 41., 1. 5, 12, π. Ζ. Γενέσ. 1. 2, 5· τὰ πορευτικὰ ὄργ., τὰ τῆς κινήσεως ὄργ., [[αὐτόθι]] 2. 1, 15· ὄργ. πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς, τὰ τῆς πέψεως ὄργ., [[αὐτόθι]] 5. 8, 4· τὸ ὄργ. τὸ περὶ τὴν ἀναπνοήν, τὰ ἀναπνευστικὰ ὄργανα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 4· τὰ ὄργ. τὰ πρὸς ὀχείαν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 38· ἡ χεὶρ καλεῖται [[ὄργανον]] ὀργάνων ἢ ὄργ. πρὸ ὀργάνων ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 8, 3, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 21· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 6, π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3. 3) μουσικὸν [[ὄργανον]], Σιμωνίδ. 38, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ὁ μὲν δι’ ὀργάνων ἐκήλει ἀνθρώπους, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Πλάτ. Συμπ. 215C· [[ἄνευ]] ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις [[αὐτόθι]], πρβλ. Πολιτικ. 268Β· ὄργ. πολύχορδα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 399C, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Μελανιππίδ. 2, Τελέστ. 1. 2. 4) χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 46. ΙΙ. τὸ πρὸς ἐργασίαν ὑλικόν, [[ὄργανον]] ἐν ὄρεσι ἡ ξυλική, Πλάτ. Νόμ. 678D. ΙΙΙ. αὐτὸ τὸ παραχθὲν ἢ ποιηθέν, ὡς τὸ [[ἔργον]], μελίσσης κηρόπλαστον ὄργ. Σοφ. Ἀποσπ. 464· λαϊνέοισιν Ἀμφίονος ὀργ., ἐπὶ τῶν τειχῶν τῶν Θηβῶν, Εὐρ. Φοίν. 115. IV. Τοῦ Ἀριστοτέλους τὰ λογικὰ συγγράμματα συνελέγησαν ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] [[ὄργανον]], οἱονεὶ [[ὄργανον]] τοῦ διανοεῖσθαι, Ἀμμων. Ἑρμην. εἰς τὰς Κατηγ. 1. α, πρβλ. Trendelenb. Elem. Log. σ. 48 (ἔκδ. 2), Πλάτ. Σοφιστ. 235Β. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |