ὀσμή: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0396.png Seite 396]] ἡ (vgl. [[ὀδμή]]), [[Geruch]], sowohl Wohlgeruch, als Gestank; ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ, Aesch. Eum. 244; κακή, Soph. Phil. 879; ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει, Eur. Cycl. 153; u. in Prosa, ὀσμαὶ [[ἦσαν]] οὐκ ἀνεκτοί, Thuc. 7, 87; [[εἰσί]] τε ὀσμαὶ ξύμπασαι καπνὸς ἢ [[ὁμίχλη]], Plut. Tim. 66 e; χρώμασιν ἢ ὀσμαῖς πεποικιλμένα φάρμακα, Crat. 394 a; Folgde; Plut. non posse 4 sagt τῆς ἡδονῆς ἡ ψυχὴ παραλαβοῦσα τὴν μνήμην ὥςπερ ὀσμήν. – Auch der Geruchssinn, Sp. – Ὀσμή gilt als die eigentlich attische Form für [[ὀδμή]], vgl. Lob. Phryn. 89.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0396.png Seite 396]] ἡ (vgl. [[ὀδμή]]), [[Geruch]], sowohl Wohlgeruch, als Gestank; ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ, Aesch. Eum. 244; κακή, Soph. Phil. 879; ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει, Eur. Cycl. 153; u. in Prosa, ὀσμαὶ [[ἦσαν]] οὐκ ἀνεκτοί, Thuc. 7, 87; [[εἰσί]] τε ὀσμαὶ ξύμπασαι καπνὸς ἢ [[ὁμίχλη]], Plut. Tim. 66 e; χρώμασιν ἢ ὀσμαῖς πεποικιλμένα φάρμακα, Crat. 394 a; Folgde; Plut. non posse 4 sagt τῆς ἡδονῆς ἡ ψυχὴ παραλαβοῦσα τὴν μνήμην ὥςπερ ὀσμήν. – Auch der Geruchssinn, Sp. – Ὀσμή gilt als die eigentlich attische Form für [[ὀδμή]], vgl. Lob. Phryn. 89.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> odeur;<br /><b>2</b> parfum fabriqué;<br /><b>II.</b> odorat.<br />'''Étymologie:''' att. p. [[ὀδμή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀσμή''': ἡ, Ἀττ. [[τύπος]] τοῦ παλαιοτέρου ὀδμὴ (ἴδε ἐν τέλ.): ― [[ὀσμή]], «μυρωδιά», δεινὴ δὲ θείου γίγνεται ὀδμὴ Ἰλ. Ξ. 415· πικρὸν ἀποπνείουσαι … ἁλὸς ὀδμήν, ἐπὶ τῶν φωκῶν, Ὀδ. Δ. 406· ὀδμὰ ... κατὰ χῶρον κίδναται Πινδ. Ἀποσπ. 95. 6· ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων Αἰσχύλ. Εὐμ. 253· ὀσμὴν ἀπ’ [[αὐτοῦ]] (ἐξυπακουομ. τοῦ νεκροῦ) ... πεφευγότες Σοφοκλ. Ἀντ. 412· κακὴ ὀσμὴ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 891· πληθ., βυρσῶν ὀσμὰς δεινὰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 753· ὀσμαὶ οὐκ ἀνεκτοὶ Θουκ. 7. 87, κλ· ― τὰ ἀνωτέρω χωρὶα δεικνύουσιν ὅτι ἡ [[λέξις]] [[συχνάκις]] κεῖται ἐπὶ δυσαρέστου ἢ κακῆς ὀσμῆς ἢ δυσωδίας· [[ἀλλά]], ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει Εὐρ. Κύκλ. 153· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1124· οἴνου ὀσμὴν Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 4. 4, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 12 [[ὅθεν]], [[ὡσαύτως]], εὐῶδες [[μύρον]], Ξεν. Ἱερ. 1, 4, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 38· ― περὶ τῆς ὀσμῆς ὡς προσπιπτούσης εἰς τὰ αἰσθητήρια, ἴδε Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2, 19, π. Ψυχῆς 2. 9, 1 κἑξ. ΙΙ. τὸ [[αἰσθητήριον]] τῆς ὀσφρήσεως [[ὄσφρησις]], Ἡσύχ. ― Ὁ παλαιότερος [[τύπος]] ὀδμὴ (πρβλ. √ΟΔ, ὄζω, od-or) [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον παρ’ Ὁμ., Ἡροδ., καὶ Πινδ.· ἀπαντᾶ [[ὡσαύτως]] παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 115 (Λυρικ.)· καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 1, Λουκ., κτλ.· ἀλλὰ ὁ [[τύπος]] ὀσμὴ θεωρεῖται ὡς γνησιώτερος ἀττικός, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 89.
|lstext='''ὀσμή''': ἡ, Ἀττ. [[τύπος]] τοῦ παλαιοτέρου ὀδμὴ (ἴδε ἐν τέλ.): ― [[ὀσμή]], «μυρωδιά», δεινὴ δὲ θείου γίγνεται ὀδμὴ Ἰλ. Ξ. 415· πικρὸν ἀποπνείουσαι … ἁλὸς ὀδμήν, ἐπὶ τῶν φωκῶν, Ὀδ. Δ. 406· ὀδμὰ ... κατὰ χῶρον κίδναται Πινδ. Ἀποσπ. 95. 6· ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων Αἰσχύλ. Εὐμ. 253· ὀσμὴν ἀπ’ [[αὐτοῦ]] (ἐξυπακουομ. τοῦ νεκροῦ) ... πεφευγότες Σοφοκλ. Ἀντ. 412· κακὴ ὀσμὴ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 891· πληθ., βυρσῶν ὀσμὰς δεινὰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 753· ὀσμαὶ οὐκ ἀνεκτοὶ Θουκ. 7. 87, κλ· ― τὰ ἀνωτέρω χωρὶα δεικνύουσιν ὅτι ἡ [[λέξις]] [[συχνάκις]] κεῖται ἐπὶ δυσαρέστου ἢ κακῆς ὀσμῆς ἢ δυσωδίας· [[ἀλλά]], ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει Εὐρ. Κύκλ. 153· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1124· οἴνου ὀσμὴν Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 4. 4, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 12 [[ὅθεν]], [[ὡσαύτως]], εὐῶδες [[μύρον]], Ξεν. Ἱερ. 1, 4, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 38· ― περὶ τῆς ὀσμῆς ὡς προσπιπτούσης εἰς τὰ αἰσθητήρια, ἴδε Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2, 19, π. Ψυχῆς 2. 9, 1 κἑξ. ΙΙ. τὸ [[αἰσθητήριον]] τῆς ὀσφρήσεως [[ὄσφρησις]], Ἡσύχ. ― Ὁ παλαιότερος [[τύπος]] ὀδμὴ (πρβλ. √ΟΔ, ὄζω, od-or) [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον παρ’ Ὁμ., Ἡροδ., καὶ Πινδ.· ἀπαντᾶ [[ὡσαύτως]] παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 115 (Λυρικ.)· καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 1, Λουκ., κτλ.· ἀλλὰ ὁ [[τύπος]] ὀσμὴ θεωρεῖται ὡς γνησιώτερος ἀττικός, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 89.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> odeur;<br /><b>2</b> parfum fabriqué;<br /><b>II.</b> odorat.<br />'''Étymologie:''' att. p. [[ὀδμή]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR