ὑπόκειμαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "c’e" to "c'e")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1219.png Seite 1219]] (s. [[κεῖμαι]]), 1) darunter liegen; [[Εὔβοια]] ὑπόκειται ὑπὸ τὴν Ἀττικήν Isocr. 4, 108; [[πεδίον]] ἱερῷ ὑπόκειται Aesch. 3, 118; ὑπόκεινται θεμέλιοι Thuc. 1, 93; darunter gelegt sein, zur Grundlage dienen, τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης αὐτοῖς Plat. Polit. 301 e; ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων ὑπόκειταί τις [[ἴδιος]] [[οὐσία]] Prot. 349 b, vgl. Parm. 161 a Crat. 422 d, u. oster; τὰ εἰρημένα περὶ ψυχῆς ὑποκείσθω Arist. de sens. 1; dah. auch untergeordnet sein, gehorchen, τῷ ἄρχοντι Plat. Gorg. 510 c; τῷ νόμῳ, Luc. abdic. 24, unterworfen sein. – 2) vorliegen, obliegen; ὑποκείσεταίμοι ὁ [[ἄεθλος]] Pind. Ol. 1, 85; παρ' ὑμῖν ὀργὴ καὶ [[τιμωρία]] ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι Dem. 34, 19; ὑπόκειταί τινι [[παθεῖν]] Pol. 2, 58, 10; – dah. τὸ ὑποκείμενον, der vorliegende, zu behandelnde Gegenstand, wie [[ὑπόθεσις]], argumentum; die Substanz, καθ' ὑποκειμένου τινὸς λέγεται [[ἄνθρωπος]], ἐν ὑποκειμένῳ – [[λευκόν]] τι, – καθ' ὑποκ. καὶ ἐν ὑποκ. – [[ἐπιστήμη]], Arist. top. – Vgl. noch οὕτω τούτων ὑποκειμένων Plat. Prot. 359 a; – ὁ ὑποκείμενος [[χρόνος]], die vorliegende, gegenwärtige Zeit, Gramm.; – Pol. μένειν ἐπὶ τῆς ὑποκειμένης γνώμης 1, 40, 5, u. ä. oft; [[ἐλπίς]] ὑπόκειται Thuc. 3, 84. – 3) Jem. zu Füßen sinken, ihm einen Fußfall thun, anliegen; ὑποκείσονται ἄρα δεόμενοι καὶ τιμῶντες Plat. Rep. VI, 494 b. – 4) übh. perf. pass. von [[ὑποτίθημι]]; verpfändet sein, Is. 6, 33; verdungen sein, κλινοποιοὺς [[τετταράκοντα]] μνῶν ὑποκειμένους, = ὑποτεθειμένους, Dem. 27, 9; ὑποκειμένων αὐτῷ τῶν ξύλων τοῦ ναύλου, für die Fracht verpfändet, 49, 35, u. öfter. – Als Grundsatz feststehen od. fest beschlossen sein, ἐμοὶ ὑπόκειται, ὅτι –, Her. 2, 123; zur Bedingung gemacht, angenommen sein, als Hypothese aufgestellt sein.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1219.png Seite 1219]] (s. [[κεῖμαι]]), 1) darunter liegen; [[Εὔβοια]] ὑπόκειται ὑπὸ τὴν Ἀττικήν Isocr. 4, 108; [[πεδίον]] ἱερῷ ὑπόκειται Aesch. 3, 118; ὑπόκεινται θεμέλιοι Thuc. 1, 93; darunter gelegt sein, zur Grundlage dienen, τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης αὐτοῖς Plat. Polit. 301 e; ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων ὑπόκειταί τις [[ἴδιος]] [[οὐσία]] Prot. 349 b, vgl. Parm. 161 a Crat. 422 d, u. oster; τὰ εἰρημένα περὶ ψυχῆς ὑποκείσθω Arist. de sens. 1; dah. auch untergeordnet sein, gehorchen, τῷ ἄρχοντι Plat. Gorg. 510 c; τῷ νόμῳ, Luc. abdic. 24, unterworfen sein. – 2) vorliegen, obliegen; ὑποκείσεταίμοι ὁ [[ἄεθλος]] Pind. Ol. 1, 85; παρ' ὑμῖν ὀργὴ καὶ [[τιμωρία]] ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι Dem. 34, 19; ὑπόκειταί τινι [[παθεῖν]] Pol. 2, 58, 10; – dah. τὸ ὑποκείμενον, der vorliegende, zu behandelnde Gegenstand, wie [[ὑπόθεσις]], argumentum; die Substanz, καθ' ὑποκειμένου τινὸς λέγεται [[ἄνθρωπος]], ἐν ὑποκειμένῳ – [[λευκόν]] τι, – καθ' ὑποκ. καὶ ἐν ὑποκ. – [[ἐπιστήμη]], Arist. top. – Vgl. noch οὕτω τούτων ὑποκειμένων Plat. Prot. 359 a; – ὁ ὑποκείμενος [[χρόνος]], die vorliegende, gegenwärtige Zeit, Gramm.; – Pol. μένειν ἐπὶ τῆς ὑποκειμένης γνώμης 1, 40, 5, u. ä. oft; [[ἐλπίς]] ὑπόκειται Thuc. 3, 84. – 3) Jem. zu Füßen sinken, ihm einen Fußfall thun, anliegen; ὑποκείσονται ἄρα δεόμενοι καὶ τιμῶντες Plat. Rep. VI, 494 b. – 4) übh. perf. pass. von [[ὑποτίθημι]]; verpfändet sein, Is. 6, 33; verdungen sein, κλινοποιοὺς [[τετταράκοντα]] μνῶν ὑποκειμένους, = ὑποτεθειμένους, Dem. 27, 9; ὑποκειμένων αὐτῷ τῶν ξύλων τοῦ ναύλου, für die Fracht verpfändet, 49, 35, u. öfter. – Als Grundsatz feststehen od. fest beschlossen sein, ἐμοὶ ὑπόκειται, ὅτι –, Her. 2, 123; zur Bedingung gemacht, angenommen sein, als Hypothese aufgestellt sein.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> être couché <i>ou</i> placé dessous, servir de base, de fondement : [[οἱ]] θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται THC les fondements sont formés de pierres de toutes sortes ; <i>fig.</i><br /><b>1</b> <i>en parl. de la matière, fondement immuable des choses</i> τὸ ὑποκείμενον PLUT ce qui sert de fondement à une discussion, texte, matière ; <i>t. de log. ou de gramm.</i> τὸ ὑποκείμενον ARSTT le sujet;<br /><b>2</b> être situé à la suite de <i>ou</i> auprès : ὑπ. ἡ [[Εὔβοια]] ὑπὸ τὴν Ἀττικήν ISOCR l'Eubée est située tout près de l'Attique;<br /><b>II.</b> être aux pieds de, se courber, s'incliner devant, aborder humblement ; avec un dat. : être soumis à;<br /><b>III.</b> être placé sous les yeux <i>ou</i> sous la main, être proposé : ἐλπὶς ὑπ. τινι THC un espoir reste à chacun ; ὑποκείμενος [[καιρός]] PLUT le temps actuel, les circonstances présentes;<br /><b>IV.</b> être posé comme fondement, être admis comme principe : ἐμοὶ ὑπόκειται [[ὅτι]] HDT c'est un principe pour moi que, je suis résolu à.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κεῖμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόκειμαι''': ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ [[ὑποτίθημι]], μετὰ μέλλ., ὑποκείσομαι, ἀλλ’ ἀορ. ὑπετέθην. Κεῖμαι [[ὑποκάτω]], ὑπὸ δὲ ξύλα κεῖται Ἰλ. Φ. 364˙ ὑπ. θεμέλιοι Θουκ. 1. 93˙ μετὰ δοτ., τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης ταῖς πολιτείας Πλάτ. Πολιτικ. 301Ε˙ τὸν μηρὸν ὑπ. ἔχειν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Πορείας 15. 3, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 55. 2) ἐπὶ τόπων, [[κεῖμαι]] [[ὑποκάτω]] ἢ κατωτέρω, ὑποκειμένης τῆς Εὐβοίας ὑπὸ τὴν Ἀττικὴν Ἰσοκρ. 63Β˙ ὑπ. τὸ [[πεδίον]] τῷ ἱερῷ Αἰσχίν. 70. 20˙- ἀπολ., [[κεῖμαι]] κατωτέρω, εἶμαι χαμηλότερος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 11, Προβλ. 26. 15˙ ἡ ὑπ. [[χώρα]], χθαμαλὴ [[χώρα]], Διόδ. 3. 50. ΙΙ. ἐν ποικίλαις μεταφ. σημασίαις, 1) ὑποβάλλομαι ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ τὸν νοῦν, δηλ. ὑποβάλλομαι εἰς τὴν σκέψιν τινὸς ἢ προτείνομαι εἴς τινα, ὡς τὸ [[πρόκειμαι]], ὑποκείσεταί μοι ὁ [[ἆθλος]] Πινδ. Ο. 1. 135˙ αἱ ὑποκείμεναι ἐλπίδες, αἱ παροῦσαι ἐλπίδες τινός, Δημ. 348. 22˙ δυοῖν ὑποκειμένων, δύο πραγμάτων προτεινομένων, ὁ αὐτ. 631. 18˙ [[μένω]] ἐπὶ τῶν ὑπ., [[ἐμμένω]] εἰς τὰς ἀποφάσεις μου, Πολύβ. 1. 19, 6., 2. 51, 1˙ μένειν ἐπὶ τῆς ὑπ. γνώμης ὁ αὐτ. 1. 40, 5˙ ὑπόκειταί μοι ὅτι..., ἔχω ὡρισμένον ὡς κανόνα ὅτι..., Ἡρόδ. 2. 123, πρβλ. Ἀριστ. Οἰκον. 1. 3, 1. 2) εἶμαι τεθειμένος ὡς βάσις συλλογισμοῦ ἢ ἐπιχειρήματος, λαμβάνομαι ὡς [[ὑπόθεσις]] (πρβλ. [[ὑπόθεσις]] ΙΙ), Πλάτ. Κρατ. 436D, Ἀριστ.˙ ὑπόκειται γὰρ μὴ [[εἶναι]]... Πλάτ. Ἐρυξ. 404Β˙ τούτων ὑποκειμένων, Λατ. his positis, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 359Α, Πολ. 359Α˙ τὴν ἐκ τῶν ὑποκ. ἀρίστην [πολιτείαν], [[συμφώνως]] πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν [[ἁπλῶς]] ἀρίστην, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 1, 3˙ ὑποκείσθω τι, ἂς ληφθῇ ὡς δεδομένον, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 2. 2, 2, πρβλ. 5. 1, 3, κ. ἀλλ.˙ ἀπρόσ., ὑπόκειται, [[εἶναι]] τεθειμένος [[κανών]], Δημ. 643. 22˙ ὑποκείσθω ὅτι..., ἂς ληφθῇ ὡς δεδομένον ὅτι..., Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 13˙ ὑπ. τι [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 11, 1˙ οὕτω μετ’ ὀνόμ., ὑπ. ἡ [[ἀρετὴ]] [[εἶναι]]... ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 2. 3, 6, πρβλ. Ρητ. 1. 2, 13˙ μετὰ τῆς μετοχ., ὑπ. τι ὄν... ὁ αὐτ. περὶ Ζῴων Γεν. 5. 1, 7˙ ἢ [[ἄνευ]] τοῦ συνδετικοῦ ῥήματος, ἡ τοῦ δέρματος [[φύσις]] ὑπ. [[γεώδης]] (ἐξυπακ. [[εἶναι]] ἢ οὖσα) [[αὐτόθι]] 5. 3, 8, κλπ˙ πρβλ. [[ὑποτίθημι]] Ι. 3. 3) ὑποδεικνύομαι, ὑποδηλοῦμαι, Ἡρόδ. 3. 40. 4) ὑπολείπομαι εἰς τὸ [[βάθος]], [[μένω]], [[παραμένω]], ἐλπὶς ὑπόκειται Θουκ. 3. 84˙ [[τιμωρία]] ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι, ἀπόκειται, μένει δι’ αὐτούς, Δημ. 913. 6, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 23˙ ὑπ. [[κίνδυνος]] [[αὐτόθι]] 25˙ ἀπροσ. μετ’ ἀπαρ., ὑπόκειταί τινι παθεῖν Πολύβ. 2. 58, 10. 5) εἶμαι ὑποκείμενος, ὑποτεταγμένος εἴς τινα, τινι Πλάτ. Γοργ. 510C˙ ἀπολ., [[ὑποκλίνομαι]], ὑποκείσονται ἄρα δεόμενοι καὶ τιμῶντες ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 494Β, Φιλόστρ., κλπ. 6) [[ὑπόκειμαι]], εἶμαι ὑποκείμενος εἴς τι, τοῖς πάθεσιν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 6. 13. 1. 7) [[κεῖμαι]] ἢ ἀφίνομαι ὡς [[ἐνέχυρον]] ἢ «[[ὑποθήκη]]», τινος, διά τι ποσόν, Ἰσαῖος 59. 31, Δημ. 1187. 23, 1194. 17˙ [[ναῦς]] ὑποκειμένη τινὶ ὁ αὐτ. 1283, ἐν τέλ.˙ τὰ ὑποκείμενα, τὰ «ὑποθηκευμένα», ὁ αὐτ. 926. 22˙ ὑποκείμενοι, ἐπὶ προσώπων, ὑποχρεωμένοι εἰς πληρωμὴν χρηματικοῦ ποσοῦ, οἱ ἐγγυηταί, ὁ αὐτ. 816. 10˙- πρβλ. [[ὑποτίθημι]] ΙΙΙ. 8) ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ, [[ὑπάρχω]] [[ὑποκάτω]] ἐν τῇ διανοίᾳ ἢ ἐν τῷ διανοήματι ὡς βάσις, ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων... ὑπ. τις [[ἴδιος]] [[οὐσία]] Πλάτ. Πρωτ. 349Β, πρβλ. Κρατ. 422D, Πολ. 581C, Τίμ. Λοκρ. 97E˙Ϗ τὸ ὑποκείμενον, ἡ [[οὐσία]] τῆς ὕλης ἥτις ὑπετίθετο ὡς ὑπάρχουσα ὡς βάσις καὶ [[αἰτία]] πάντων τῶν φαινομένων, τὸ ὑπ. ἐστι καθ’ οὗ τὰ ἄλλα λέγεται Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 3, 1˙ ἡ ὕλη καὶ τὸ ὑποκ. [[αὐτόθι]] 1. 3, 1˙ ἡ ὑπ. ὕλη, ἴδε ὕλη ΙΙΙ˙ [[μάλιστα]] δοκεῖ [[εἶναι]] [[οὐσία]] τὸ ὑπ. τὸ πρῶτον [[αὐτόθι]] 6. 3. 1, πρβλ. 7. 3, 1, κ. ἀλλ. 9) ἐν λογικῇ ταξινομήσει, εἶμαι ὑποκείμενος, τῇ ἰατρικῇ... ἡ ὀψοποιητική... ὑπ. Πλάτ. Γοργ. 465Β˙ ὁ τοῦ [[καθόλου]] ἐπιστήμην ἔχων οἶδέ πως πάντα τὰ ὑπ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 4˙ ἑκάστη [[τέχνη]] περὶ τὸ αὐτῇ ὑπ. ἐστι διδασκαλικὴ ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 1˙ τὰ ὑπ., δηλ. [[μέλη]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 1, 8. β) ἡ ὑπ. ὕλη, ἡ [[ὑπόθεσις]] ἢ ὕλη ἐπιστήμης ἢ πραγματείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 1., 1. 7, 18˙ τὸ ὑπ., ἡ [[ὑπόθεσις]] νόσου, Πολύβ. 1. 81, 6, κλπ. γ) ὡς λογικὸς ὅρος, τὸ ὑποκείμενον, (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατηγορούμενον), Ἀριστ. Κατηγ. 2-5, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 1, 8, κ. ἀλλ. 10) ἐν τοῖς γραμμ., ὁ ὑποκείμενος [[χρόνος]] ὁ ἐνεστώς.
|lstext='''ὑπόκειμαι''': ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ [[ὑποτίθημι]], μετὰ μέλλ., ὑποκείσομαι, ἀλλ’ ἀορ. ὑπετέθην. Κεῖμαι [[ὑποκάτω]], ὑπὸ δὲ ξύλα κεῖται Ἰλ. Φ. 364˙ ὑπ. θεμέλιοι Θουκ. 1. 93˙ μετὰ δοτ., τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης ταῖς πολιτείας Πλάτ. Πολιτικ. 301Ε˙ τὸν μηρὸν ὑπ. ἔχειν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Πορείας 15. 3, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 55. 2) ἐπὶ τόπων, [[κεῖμαι]] [[ὑποκάτω]] ἢ κατωτέρω, ὑποκειμένης τῆς Εὐβοίας ὑπὸ τὴν Ἀττικὴν Ἰσοκρ. 63Β˙ ὑπ. τὸ [[πεδίον]] τῷ ἱερῷ Αἰσχίν. 70. 20˙- ἀπολ., [[κεῖμαι]] κατωτέρω, εἶμαι χαμηλότερος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 11, Προβλ. 26. 15˙ ἡ ὑπ. [[χώρα]], χθαμαλὴ [[χώρα]], Διόδ. 3. 50. ΙΙ. ἐν ποικίλαις μεταφ. σημασίαις, 1) ὑποβάλλομαι ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ τὸν νοῦν, δηλ. ὑποβάλλομαι εἰς τὴν σκέψιν τινὸς ἢ προτείνομαι εἴς τινα, ὡς τὸ [[πρόκειμαι]], ὑποκείσεταί μοι ὁ [[ἆθλος]] Πινδ. Ο. 1. 135˙ αἱ ὑποκείμεναι ἐλπίδες, αἱ παροῦσαι ἐλπίδες τινός, Δημ. 348. 22˙ δυοῖν ὑποκειμένων, δύο πραγμάτων προτεινομένων, ὁ αὐτ. 631. 18˙ [[μένω]] ἐπὶ τῶν ὑπ., [[ἐμμένω]] εἰς τὰς ἀποφάσεις μου, Πολύβ. 1. 19, 6., 2. 51, 1˙ μένειν ἐπὶ τῆς ὑπ. γνώμης ὁ αὐτ. 1. 40, 5˙ ὑπόκειταί μοι ὅτι..., ἔχω ὡρισμένον ὡς κανόνα ὅτι..., Ἡρόδ. 2. 123, πρβλ. Ἀριστ. Οἰκον. 1. 3, 1. 2) εἶμαι τεθειμένος ὡς βάσις συλλογισμοῦ ἢ ἐπιχειρήματος, λαμβάνομαι ὡς [[ὑπόθεσις]] (πρβλ. [[ὑπόθεσις]] ΙΙ), Πλάτ. Κρατ. 436D, Ἀριστ.˙ ὑπόκειται γὰρ μὴ [[εἶναι]]... Πλάτ. Ἐρυξ. 404Β˙ τούτων ὑποκειμένων, Λατ. his positis, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 359Α, Πολ. 359Α˙ τὴν ἐκ τῶν ὑποκ. ἀρίστην [πολιτείαν], [[συμφώνως]] πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν [[ἁπλῶς]] ἀρίστην, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 1, 3˙ ὑποκείσθω τι, ἂς ληφθῇ ὡς δεδομένον, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 2. 2, 2, πρβλ. 5. 1, 3, κ. ἀλλ.˙ ἀπρόσ., ὑπόκειται, [[εἶναι]] τεθειμένος [[κανών]], Δημ. 643. 22˙ ὑποκείσθω ὅτι..., ἂς ληφθῇ ὡς δεδομένον ὅτι..., Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 13˙ ὑπ. τι [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 11, 1˙ οὕτω μετ’ ὀνόμ., ὑπ. ἡ [[ἀρετὴ]] [[εἶναι]]... ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 2. 3, 6, πρβλ. Ρητ. 1. 2, 13˙ μετὰ τῆς μετοχ., ὑπ. τι ὄν... ὁ αὐτ. περὶ Ζῴων Γεν. 5. 1, 7˙ ἢ [[ἄνευ]] τοῦ συνδετικοῦ ῥήματος, ἡ τοῦ δέρματος [[φύσις]] ὑπ. [[γεώδης]] (ἐξυπακ. [[εἶναι]] ἢ οὖσα) [[αὐτόθι]] 5. 3, 8, κλπ˙ πρβλ. [[ὑποτίθημι]] Ι. 3. 3) ὑποδεικνύομαι, ὑποδηλοῦμαι, Ἡρόδ. 3. 40. 4) ὑπολείπομαι εἰς τὸ [[βάθος]], [[μένω]], [[παραμένω]], ἐλπὶς ὑπόκειται Θουκ. 3. 84˙ [[τιμωρία]] ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι, ἀπόκειται, μένει δι’ αὐτούς, Δημ. 913. 6, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 23˙ ὑπ. [[κίνδυνος]] [[αὐτόθι]] 25˙ ἀπροσ. μετ’ ἀπαρ., ὑπόκειταί τινι παθεῖν Πολύβ. 2. 58, 10. 5) εἶμαι ὑποκείμενος, ὑποτεταγμένος εἴς τινα, τινι Πλάτ. Γοργ. 510C˙ ἀπολ., [[ὑποκλίνομαι]], ὑποκείσονται ἄρα δεόμενοι καὶ τιμῶντες ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 494Β, Φιλόστρ., κλπ. 6) [[ὑπόκειμαι]], εἶμαι ὑποκείμενος εἴς τι, τοῖς πάθεσιν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 6. 13. 1. 7) [[κεῖμαι]] ἢ ἀφίνομαι ὡς [[ἐνέχυρον]] ἢ «[[ὑποθήκη]]», τινος, διά τι ποσόν, Ἰσαῖος 59. 31, Δημ. 1187. 23, 1194. 17˙ [[ναῦς]] ὑποκειμένη τινὶ ὁ αὐτ. 1283, ἐν τέλ.˙ τὰ ὑποκείμενα, τὰ «ὑποθηκευμένα», ὁ αὐτ. 926. 22˙ ὑποκείμενοι, ἐπὶ προσώπων, ὑποχρεωμένοι εἰς πληρωμὴν χρηματικοῦ ποσοῦ, οἱ ἐγγυηταί, ὁ αὐτ. 816. 10˙- πρβλ. [[ὑποτίθημι]] ΙΙΙ. 8) ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ, [[ὑπάρχω]] [[ὑποκάτω]] ἐν τῇ διανοίᾳ ἢ ἐν τῷ διανοήματι ὡς βάσις, ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων... ὑπ. τις [[ἴδιος]] [[οὐσία]] Πλάτ. Πρωτ. 349Β, πρβλ. Κρατ. 422D, Πολ. 581C, Τίμ. Λοκρ. 97E˙Ϗ τὸ ὑποκείμενον, ἡ [[οὐσία]] τῆς ὕλης ἥτις ὑπετίθετο ὡς ὑπάρχουσα ὡς βάσις καὶ [[αἰτία]] πάντων τῶν φαινομένων, τὸ ὑπ. ἐστι καθ’ οὗ τὰ ἄλλα λέγεται Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 3, 1˙ ἡ ὕλη καὶ τὸ ὑποκ. [[αὐτόθι]] 1. 3, 1˙ ἡ ὑπ. ὕλη, ἴδε ὕλη ΙΙΙ˙ [[μάλιστα]] δοκεῖ [[εἶναι]] [[οὐσία]] τὸ ὑπ. τὸ πρῶτον [[αὐτόθι]] 6. 3. 1, πρβλ. 7. 3, 1, κ. ἀλλ. 9) ἐν λογικῇ ταξινομήσει, εἶμαι ὑποκείμενος, τῇ ἰατρικῇ... ἡ ὀψοποιητική... ὑπ. Πλάτ. Γοργ. 465Β˙ ὁ τοῦ [[καθόλου]] ἐπιστήμην ἔχων οἶδέ πως πάντα τὰ ὑπ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 4˙ ἑκάστη [[τέχνη]] περὶ τὸ αὐτῇ ὑπ. ἐστι διδασκαλικὴ ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 1˙ τὰ ὑπ., δηλ. [[μέλη]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 1, 8. β) ἡ ὑπ. ὕλη, ἡ [[ὑπόθεσις]] ἢ ὕλη ἐπιστήμης ἢ πραγματείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 1., 1. 7, 18˙ τὸ ὑπ., ἡ [[ὑπόθεσις]] νόσου, Πολύβ. 1. 81, 6, κλπ. γ) ὡς λογικὸς ὅρος, τὸ ὑποκείμενον, (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατηγορούμενον), Ἀριστ. Κατηγ. 2-5, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 1, 8, κ. ἀλλ. 10) ἐν τοῖς γραμμ., ὁ ὑποκείμενος [[χρόνος]] ὁ ἐνεστώς.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> être couché <i>ou</i> placé dessous, servir de base, de fondement : [[οἱ]] θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται THC les fondements sont formés de pierres de toutes sortes ; <i>fig.</i><br /><b>1</b> <i>en parl. de la matière, fondement immuable des choses</i> τὸ ὑποκείμενον PLUT ce qui sert de fondement à une discussion, texte, matière ; <i>t. de log. ou de gramm.</i> τὸ ὑποκείμενον ARSTT le sujet;<br /><b>2</b> être situé à la suite de <i>ou</i> auprès : ὑπ. ἡ [[Εὔβοια]] ὑπὸ τὴν Ἀττικήν ISOCR l'Eubée est située tout près de l'Attique;<br /><b>II.</b> être aux pieds de, se courber, s'incliner devant, aborder humblement ; avec un dat. : être soumis à;<br /><b>III.</b> être placé sous les yeux <i>ou</i> sous la main, être proposé : ἐλπὶς ὑπ. τινι THC un espoir reste à chacun ; ὑποκείμενος [[καιρός]] PLUT le temps actuel, les circonstances présentes;<br /><b>IV.</b> être posé comme fondement, être admis comme principe : ἐμοὶ ὑπόκειται [[ὅτι]] HDT c'est un principe pour moi que, je suis résolu à.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κεῖμαι]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater