ὑπόλοιπος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1224.png Seite 1224]] zurückgelassen, übriggeblieben, bes. noch am Leben, superstes, Her. 6, 123. 7, 171; übh. = [[λοιπός]], 7, 126; Plat. Rep. IV, 427 e u. öfter; Andoc. 1, 52. 3, 24; ἐλπὶς ἦν Lys. 19, 8; Isocr. 4, 21; Dem. 24, 28 u. sonst.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1224.png Seite 1224]] zurückgelassen, übriggeblieben, bes. noch am Leben, superstes, Her. 6, 123. 7, 171; übh. = [[λοιπός]], 7, 126; Plat. Rep. IV, 427 e u. öfter; Andoc. 1, 52. 3, 24; ἐλπὶς ἦν Lys. 19, 8; Isocr. 4, 21; Dem. 24, 28 u. sonst.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui reste, restant : τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως THC pour achever la ruine des Athéniens;<br /><b>2</b> survivant;<br /><b>3</b> qui manque, qui fait défaut.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολείπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόλοιπος''': -ον, ὁ ὑπολελειμμένος, ὁ [[ὀπίσω]] λειφθείς, [[ὀπίσω]] μένων, μετὰ τῶν ὑπ. Ἡρόδ. 7. 171· τοὺς ὑπ. τῶν Πεισιστρατιδέων, ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἔζων, ὁ αὐτ. 6. 123· 2) ἐπὶ πραγμάτων, = [[λοιπός]], ὑπ. τὸ [[βάραθρον]] σοι γίνεται, σοὶ ὑπολείπεται, «σοῦ μένει», Ἀριστοφ. Πλ. 431· τί ὑμῖν ὑπόλοιπόν ἐστι τῆς ἐκείνων ἀρετῆς; Ἀνδοκ. 14. 41, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 427Ε, κλπ.· ὅσα ἦν ὑπόλ., ὅσα ὑπολείποντο νὰ πραχθῶσι, Θουκ. 4. 90· τῆς τῶν Ἀθηναίων καταλύσεως, ὅ,τι ὑπελείπετο [[ὅπως]] ἐπιτελεσθῇ ἡ [[καταστροφή]] των, ὁ αὐτ. 8. 26. ΙΙ. ἐξ οὗ λείπει τι, ἐλλιπὴς (διάφορ. γραφ. ὑπολύπου), Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 2. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] ὑπό- [[ἐπίλοιπος]] ἐναλλάσσονται.
|lstext='''ὑπόλοιπος''': -ον, ὁ ὑπολελειμμένος, ὁ [[ὀπίσω]] λειφθείς, [[ὀπίσω]] μένων, μετὰ τῶν ὑπ. Ἡρόδ. 7. 171· τοὺς ὑπ. τῶν Πεισιστρατιδέων, ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἔζων, ὁ αὐτ. 6. 123· 2) ἐπὶ πραγμάτων, = [[λοιπός]], ὑπ. τὸ [[βάραθρον]] σοι γίνεται, σοὶ ὑπολείπεται, «σοῦ μένει», Ἀριστοφ. Πλ. 431· τί ὑμῖν ὑπόλοιπόν ἐστι τῆς ἐκείνων ἀρετῆς; Ἀνδοκ. 14. 41, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 427Ε, κλπ.· ὅσα ἦν ὑπόλ., ὅσα ὑπολείποντο νὰ πραχθῶσι, Θουκ. 4. 90· τῆς τῶν Ἀθηναίων καταλύσεως, ὅ,τι ὑπελείπετο [[ὅπως]] ἐπιτελεσθῇ ἡ [[καταστροφή]] των, ὁ αὐτ. 8. 26. ΙΙ. ἐξ οὗ λείπει τι, ἐλλιπὴς (διάφορ. γραφ. ὑπολύπου), Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 2. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] ὑπό- [[ἐπίλοιπος]] ἐναλλάσσονται.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui reste, restant : τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως THC pour achever la ruine des Athéniens;<br /><b>2</b> survivant;<br /><b>3</b> qui manque, qui fait défaut.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολείπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml