ῥέγκω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0837.png Seite 837]] schnarchen; ῥέγκουσι δ' οὐ πλαστοῖσι φυσιάμασιν, Aesch. Eum. 53; Ar. Nub. 5. 11 u. öfter, auch med., Equ. 115; von Pferden, schnauben, θυμὸν ἐξ ἀντηρίδων ἔρεγκον, Eur. Rhes. 785; Sp., wie Luc. Cont. 1 u. öfter; nach den alten Gramm. altattische Form für [[ῥέγχω]] (s. unten). Es ist ein Ouomatopoectikon.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0837.png Seite 837]] schnarchen; ῥέγκουσι δ' οὐ πλαστοῖσι φυσιάμασιν, Aesch. Eum. 53; Ar. Nub. 5. 11 u. öfter, auch med., Equ. 115; von Pferden, schnauben, θυμὸν ἐξ ἀντηρίδων ἔρεγκον, Eur. Rhes. 785; Sp., wie Luc. Cont. 1 u. öfter; nach den alten Gramm. altattische Form für [[ῥέγχω]] (s. unten). Es ist ein Ouomatopoectikon.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ῥέγξω, <i>ao.</i> ἔρρεγξα, <i>pf. inus.</i><br />ronfler.<br />'''Étymologie:''' onomat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥέγκω''': μέλλ. ῥέγξω, ῥέγχω, «ῥοχαλίζω», Λατ. sterto, Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, Ἀριστοφ. Νεφ. 5, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἵππων, φυσῶ, φρυάττομαι, Εὐρ. Ρῆσ. 785· ἐπὶ δελφῖνος κοιμωμένου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 11., 6. 12, 4· - ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 115, [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ. ῥέγκεται, ἀλλ’ (ὡς ὁ Σχολ. παρατηρεῖ) ἐτέθη [[οὕτως]] [[ὅπως]] ᾖ ὁμοιοκατάληκτον τῷ πέρδεται· ἀλλ’ ἴδε Ἀνθ. Π. 11. 343. - Ὁ [[τύπος]] ῥέγχω ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1258, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 711, πρβλ. [[ῥέγκος]]. (Ἐντεῦθεν [[ῥέγκος]] ἢ [[ῥέγχος]], [[ῥογκιάω]], καὶ [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] ῥύζω, [[ῥύγχος]]).
|lstext='''ῥέγκω''': μέλλ. ῥέγξω, ῥέγχω, «ῥοχαλίζω», Λατ. sterto, Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, Ἀριστοφ. Νεφ. 5, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἵππων, φυσῶ, φρυάττομαι, Εὐρ. Ρῆσ. 785· ἐπὶ δελφῖνος κοιμωμένου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 11., 6. 12, 4· - ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 115, [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ. ῥέγκεται, ἀλλ’ (ὡς ὁ Σχολ. παρατηρεῖ) ἐτέθη [[οὕτως]] [[ὅπως]] ᾖ ὁμοιοκατάληκτον τῷ πέρδεται· ἀλλ’ ἴδε Ἀνθ. Π. 11. 343. - Ὁ [[τύπος]] ῥέγχω ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1258, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 711, πρβλ. [[ῥέγκος]]. (Ἐντεῦθεν [[ῥέγκος]] ἢ [[ῥέγχος]], [[ῥογκιάω]], καὶ [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] ῥύζω, [[ῥύγχος]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ῥέγξω, <i>ao.</i> ἔρρεγξα, <i>pf. inus.</i><br />ronfler.<br />'''Étymologie:''' onomat.
}}
}}
{{grml
{{grml