καθιζάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés. et impf. épq.</i> καθίζανον;<br />s'asseoir, se poser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱζάνω]].
|btext=<i>seul. prés. et impf. épq.</i> καθίζανον;<br />s'asseoir, se poser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱζάνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καθιζάνω''': [[καθίζω]], [[κάθημαι]], οἱ δὲ θεοὶ θωκόνδε καθίζανον, ἐλάμβανον τὰς θέσεις των εἰς τὸ [[συνέδριον]], Ὀδ. Ε. 3· [[μάντις]] ἐς θρόνους [[καθιζάνω]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 29· καθ. ἐπί τι Ἰσοκρ. 13Β. ἐπί τινος ἢ τινι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14., 9. 32, 12· [[παρά]] τινα Πολύαιν. 8. 64 ἀπολ., οὐ δὲ καθίζανε Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 92. - Πρβλ. [[καθίζω]].
|elnltext=καθιζάνω [καθίζω] praes. en imperf. καθίζανον, Aeol. praes. 3 sing. κατισδάνει, (gaan) zitten.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθιζάνω:''' (ζᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[садиться]], [[усаживаться]] ([[θῶκόνδε]] Hom.; εἰς θρόνους Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> (о пчелах, птицах) садиться, опускаться (ἐφ᾽ ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr.; ἐπὶ τῶν δονάκων, ἐπὶ πέτρας Arst.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καθιζάνω:''' [ᾰ], [[κάθομαι]], [[θῶκόνδε]] καθίζανον, προσέρχονταν στο [[συμβούλιο]] και κατελάμβαναν, κάθονταν στις θέσεις τους, σε Ομήρ. Οδ.· [[μάντις]] ἐς θρόνους, <i>κ</i>., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''καθιζάνω:''' [ᾰ], [[κάθομαι]], [[θῶκόνδε]] καθίζανον, προσέρχονταν στο [[συμβούλιο]] και κατελάμβαναν, κάθονταν στις θέσεις τους, σε Ομήρ. Οδ.· [[μάντις]] ἐς θρόνους, <i>κ</i>., σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθιζάνω:''' (ζᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[садиться]], [[усаживаться]] ([[θῶκόνδε]] Hom.; εἰς θρόνους Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> (о пчелах, птицах) садиться, опускаться (ἐφ᾽ ἅπαντα τὰ βλαστήματα Isocr.; ἐπὶ τῶν δονάκων, ἐπὶ πέτρας Arst.).
|lstext='''καθιζάνω''': [[καθίζω]], [[κάθημαι]], οἱ δὲ θεοὶ θωκόνδε καθίζανον, ἐλάμβανον τὰς θέσεις των εἰς τὸ [[συνέδριον]], Ὀδ. Ε. 3· [[μάντις]] ἐς θρόνους [[καθιζάνω]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 29· καθ. ἐπί τι Ἰσοκρ. 13Β. ἐπί τινος ἢ τινι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14., 9. 32, 12· [[παρά]] τινα Πολύαιν. 8. 64 ἀπολ., οὐ δὲ καθίζανε Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 92. - Πρβλ. [[καθίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καθιζάνω [καθίζω] praes. en imperf. καθίζανον, Aeol. praes. 3 sing. κατισδάνει, (gaan) zitten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to sit [[down]], [[θῶκόνδε]] καθίζανον they went to the [[council]] and took [[their]] seats, Od.; [[μάντις]] ἐς θρόνους κ. Aesch.
|mdlsjtxt=<br />to sit [[down]], [[θῶκόνδε]] καθίζανον they went to the [[council]] and took [[their]] seats, Od.; [[μάντις]] ἐς θρόνους κ. Aesch.
}}
}}