καθιμάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire descendre au moyen d'une corde, acc.;<br /><b>2</b> faire descendre <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱμάω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire descendre au moyen d'une corde, acc.;<br /><b>2</b> faire descendre <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱμάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καθιμάω''': ῑ, [[καταβιβάζω]] διὰ σχοινίου, καθιμᾷ αὑτὸν δήσας Ἀριστοφ. Σφ. 396, 379· καθιμῶντι μὲν γὰρ γίνεται βάρος μεῖζον ἢ εἰ μόνον κενὸν δεῖ κατάγειν τὸν κάδον, [[ὅταν]] τις καταβιβάζῃ τὸν κάδον εἰς τὸ [[φρέαρ]] διὰ τοῦ κηλωνείου, δηλ. γερανίου, Ἀριστ. Μηχανικ. 28. 2· [[ἁπλῶς]], [[καταβιβάζω]], τὸν τράχηλον εἰ καθιμήσας ἀνελκύσεις (δηλ. τὸ [[ὀστοῦν]] ἐκ τοῦ φάρυγγος τοῦ λύκου), ἐπὶ τοῦ ἐρῳδιοῦ, Βαβρ. 94. 3. - Παθ., ἐς τὸ Καπιτώλιον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθιμῆσθαι Δίων Κ. 45. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καθιμᾷ· καθίησι. χαλᾷ» καὶ «καθίμησε· κατήνεγκεν ἢ κατήντλησε», καὶ «καθιμῶσι· χαλῶσι».
|elnltext=καθιμάω [κατά, ἱμάω] aan een touw neerlaten.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθῑμάω:''' (преимущ. на веревке или ремне) опускать, спускать ([[κηλώνειον]] Arst.): κ. αὑτόν Arph. спускаться (на веревке или ремне).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθιμάω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατεβάζω]] [[κάτι]] με τη [[βοήθεια]] σχοινιού, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καθιμάω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατεβάζω]] [[κάτι]] με τη [[βοήθεια]] σχοινιού, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθῑμάω:''' (преимущ. на веревке или ремне) опускать, спускать ([[κηλώνειον]] Arst.): κ. αὑτόν Arph. спускаться (на веревке или ремне).
|lstext='''καθιμάω''': ῑ, [[καταβιβάζω]] διὰ σχοινίου, καθιμᾷ αὑτὸν δήσας Ἀριστοφ. Σφ. 396, 379· καθιμῶντι μὲν γὰρ γίνεται βάρος μεῖζον ἢ εἰ μόνον κενὸν δεῖ κατάγειν τὸν κάδον, [[ὅταν]] τις καταβιβάζῃ τὸν κάδον εἰς τὸ [[φρέαρ]] διὰ τοῦ κηλωνείου, δηλ. γερανίου, Ἀριστ. Μηχανικ. 28. 2· [[ἁπλῶς]], [[καταβιβάζω]], τὸν τράχηλον εἰ καθιμήσας ἀνελκύσεις (δηλ. τὸ [[ὀστοῦν]] ἐκ τοῦ φάρυγγος τοῦ λύκου), ἐπὶ τοῦ ἐρῳδιοῦ, Βαβρ. 94. 3. - Παθ., ἐς τὸ Καπιτώλιον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθιμῆσθαι Δίων Κ. 45. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καθιμᾷ· καθίησι. χαλᾷ» καὶ «καθίμησε· κατήνεγκεν ἢ κατήντλησε», καὶ «καθιμῶσι· χαλῶσι».
}}
{{elnl
|elnltext=καθιμάω [κατά, ἱμάω] aan een touw neerlaten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to let [[down]] by a [[rope]], Ar.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to let [[down]] by a [[rope]], Ar.
}}
}}