κακοχρήσμων: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 10: Line 10:
|Definition=Dor. κακοχράσμων, ον, gen. ονος, (Χράομαι) [[difficult to live with]], [[varia lectio|v.l.]] for [[κακοφράσμων]], <span class="bibl">Theoc.4.22</span>, cf. Sch.ad loc.
|Definition=Dor. κακοχράσμων, ον, gen. ονος, (Χράομαι) [[difficult to live with]], [[varia lectio|v.l.]] for [[κακοφράσμων]], <span class="bibl">Theoc.4.22</span>, cf. Sch.ad loc.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κακοχρήσμων''': Δωρ. -χράσμων, ον, ([[χράομαι]]) μεθ’ οὗ δυσκόλως δύναταί τις νὰ συζῇ, [[δύστροπος]], ἢ κατ’ ἄλλους, ἄπορος, κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος, «ἢ ὁ [[ταῦρος]], ὁ τοῦ Λαμπριάδου [[δηλονότι]]... ἀντὶ τοῦ κακὸς εἰς τὸ χρῆσθαι αὐτῷ τινα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 4. 22· ἀλλ’ ὁ Meineke διορθοῖ: [[κακοφράδμων]] ἐκ τοῦ Κώδικος Harl., παρατηρῶν ὅτι ὁ Θεόκριτος μεταχειρίζεται τοὺς τύπους χρῆσθαι καὶ [[χρῆμα]], κτλ., οὐχὶ δὲ χρᾶσθαι καὶ χρᾶμα.
|elnltext=κακοχρήσμων -ον, gen. - ονος, Dor. κακοχράσμων [κακός, χράομαι] armzalig.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοχρήσμων:''' дор. κᾰκοχράσμων 2, gen. ονος [[χράομαι]] необщительный, нелюдимый, по друг. [[χρῆμα]] неимущий, бедный (ὁ [[δᾶμος]] Theocr.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 19: Line 22:
|lsmtext='''κᾰκοχρήσμων:''' Δωρ. -χράσμων, -ον ([[χράομαι]]), [[δύσκολος]], [[δύστροπος]] στη [[συγκατοίκηση]], [[αφόρητος]] στη [[συμβίωση]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κᾰκοχρήσμων:''' Δωρ. -χράσμων, -ον ([[χράομαι]]), [[δύσκολος]], [[δύστροπος]] στη [[συγκατοίκηση]], [[αφόρητος]] στη [[συμβίωση]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκοχρήσμων:''' дор. κᾰκοχράσμων 2, gen. ονος [[χράομαι]] необщительный, нелюдимый, по друг. [[χρῆμα]] неимущий, бедный (ὁ [[δᾶμος]] Theocr.).
|lstext='''κακοχρήσμων''': Δωρ. -χράσμων, ον, ([[χράομαι]]) μεθ’ οὗ δυσκόλως δύναταί τις νὰ συζῇ, [[δύστροπος]], ἢ κατ’ ἄλλους, ἄπορος, κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος, «ἢ ὁ [[ταῦρος]], ὁ τοῦ Λαμπριάδου [[δηλονότι]]... ἀντὶ τοῦ κακὸς εἰς τὸ χρῆσθαι αὐτῷ τινα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 4. 22· ἀλλ’ ὁ Meineke διορθοῖ: [[κακοφράδμων]] ἐκ τοῦ Κώδικος Harl., παρατηρῶν ὅτι ὁ Θεόκριτος μεταχειρίζεται τοὺς τύπους χρῆσθαι καὶ [[χρῆμα]], κτλ., οὐχὶ δὲ χρᾶσθαι καὶ χρᾶμα.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοχρήσμων -ον, gen. - ονος, Dor. κακοχράσμων [κακός, χράομαι] armzalig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χράομαι]]<br />[[difficult]] to [[live]] with, Theocr.
|mdlsjtxt=[[χράομαι]]<br />[[difficult]] to [[live]] with, Theocr.
}}
}}