καταγυμνάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=former par l'exercice.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γυμνάζω]].
|btext=former par l'exercice.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γυμνάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταγυμνάζω''': μέλλ. -άσω, [[γυμνάζω]], ἐξασκῶ πολύ, τὰ σώματα Λουκ. Ἀνάχ. 24· πολλὰ κ. τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Μισθ. Συνόντ. 42· μετ᾿ ἀπαρ., ἢν πολλαῖς ἀνάγκαις καὶ πόνοις τοὺς νέους ἀντέχειν καταγυμνάζωσιν ὁ αὐτ. ἐν Νιγρ. 27. ΙΙ. Μεσ., σπαταλῶ εἰς γυμναστικὰς ἀσκήσεις, εἰς ἀγῶνας, «κατεγυμνάσατο· ἐπὶ γυμνασίαν ἀνάλωσεν» Ἡσύχ.
|elnltext=κατα-γυμνάζω trainen, met acc. v. pers.
}}
{{elru
|elrutext='''καταγυμνάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[деятельно упражнять]], [[развивать упражнением]] (τὰ σώματα Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[закалять]]: πολλαῖς ἀνάγκαις καὶ πόνοις τοὺς νέους ἀντέχειν κ. Luc. приучать молодых людей к перенесению тягот и лишений.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταγυμνάζω:''' [[γυμνάζω]] [[πολύ]], [[πειθαρχώ]] μέσω των γυμνασμάτων, σε Λουκ.
|lsmtext='''καταγυμνάζω:''' [[γυμνάζω]] [[πολύ]], [[πειθαρχώ]] μέσω των γυμνασμάτων, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταγυμνάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[деятельно упражнять]], [[развивать упражнением]] (τὰ σώματα Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[закалять]]: πολλαῖς ἀνάγκαις καὶ πόνοις τοὺς νέους ἀντέχειν κ. Luc. приучать молодых людей к перенесению тягот и лишений.
|lstext='''καταγυμνάζω''': μέλλ. -άσω, [[γυμνάζω]], ἐξασκῶ πολύ, τὰ σώματα Λουκ. Ἀνάχ. 24· πολλὰ κ. τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Μισθ. Συνόντ. 42· μετ᾿ ἀπαρ., ἢν πολλαῖς ἀνάγκαις καὶ πόνοις τοὺς νέους ἀντέχειν καταγυμνάζωσιν ὁ αὐτ. ἐν Νιγρ. 27. ΙΙ. Μεσ., σπαταλῶ εἰς γυμναστικὰς ἀσκήσεις, εἰς ἀγῶνας, «κατεγυμνάσατο· ἐπὶ γυμνασίαν ἀνάλωσεν» Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-γυμνάζω trainen, met acc. v. pers.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[exercise]] [[much]], [[discipline]], Luc.
|mdlsjtxt=<br />to [[exercise]] [[much]], [[discipline]], Luc.
}}
}}