κακουργέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> agir avec perfidie <i>ou</i> déloyauté, recourir à des artifices;<br /><b>II.</b> agir méchamment, <i>d'où</i><br /><b>1</b> maltraiter, nuire à, faire du tort à, τινι ; <i>particul.</i> dévaster un pays, acc. ; être incommode;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> être méchant <i>ou</i> vicieux <i>en parl. d'un cheval</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κακοῦργος]].
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> agir avec perfidie <i>ou</i> déloyauté, recourir à des artifices;<br /><b>II.</b> agir méchamment, <i>d'où</i><br /><b>1</b> maltraiter, nuire à, faire du tort à, τινι ; <i>particul.</i> dévaster un pays, acc. ; être incommode;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> être méchant <i>ou</i> vicieux <i>en parl. d'un cheval</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κακοῦργος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κακουργέω''': εἶμαι [[κακοῦργος]], [[πράττω]] κακά, δεινὰ πράγματα, Εὐρ. Ὀρ. 823, κτλ.· κακουργεῖν τι Ἀντιφῶν 118. 11· μηδὲν κακουργεῖν Πλάτ. Πρωτ. 326Α· [[περί]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 416C· [[ἵππος]] ἢν κακουργῇ, ἐὰν [[εἶναι]] κακός, ἐάν προξενῇ βλάβην Ξεν. Οἰκ. 3. 11· ἀδικεῖν καὶ κακ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1175· κακουργέειν καὶ ἐξαμαρτάνειν Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 375D· ― ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, κακ. ἐν τοῖς λόγοις, [[ἀγωνίζομαι]] διὰ σοφιστικῶν τεχνασμάτων, κτλ., Πλάτ. Γοργ. 489Β, πρβλ. 483Α, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 7· οὕτω, κακ. τὸν λόγον, μεταχειρίζομαι οὐχὶ ὀρθῶς τὸ [[ἐπιχείρημα]], Πλάτ. Πολ. 338D· ― ἐπὶ πραγμάτων, [[βλάπτω]], ὁ... ἱδρὼς κακουργεῖ Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., προξενῶ βλάβην ἢ κακὸν εἴς τινα, «κακομεταχειρίζομαι», [[βλάπτω]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 257, Εὐρ. Ἱκέτ. 537· κακουργεῖν καὶ ἀδικεῖν Πλάτ. Νόμ. 679Ε. ― Παθ., κακουργεῖται ἡ [[ἀτυχία]] Ἀντιφῶν 118. 2· ― λεηλατῶ χώραν, κακ. τὴν Εὔβοιαν Θουκ. 2. 32, πρβλ. 3. 1· κακ. τὴν χώραν καὶ τὰ κτήματα Πλάτ. Νόμ. 760Ε, κτλ.· ― παραποιῶ, διαθφείρω, τοὺς νόμους Δημ. 721. 20· τὰ ἀληθῆ καὶ μὴ κακουργούμενα ὁ αὐτ. 878. 5· πρβλ. [[κακοτεχνέω]] 2. 2) [[ὡσαύτως]] μ. δοτ., κ. τοῖς προβάτοις, ἐπὶ κυνῶν, Πλάτ. Νόμ. 933E. κτλ.· τὰ ἐν τοῖς ξυμβολαίοις κακουργήματα Πλάτ. Πολ. 426E.
|elnltext=κακουργέω [κακοῦργος] kwaad doen, onrecht plegen:. ἐὰν ἑκοῦσα κακουργῇ τε καὶ ἐξαμαρτάνῇ als zij uit eigen beweging kwaad doet en misstappen begaat Plat. HpMi. 375d; κακουργεῖν... περὶ τοὺς ἄλλους πολίτας onrecht plegen tegen hun medeburgers Plat. Resp. 416d; παρὰ ταύτας γὰρ κακουργεῖ want hierdoor (homoniemen) kan hij (de sofist) zijn bedrog plegen Aristot. Rh. 1404b 39. mishandelen, schaden, met acc.:; δοκεῖς κακουργεῖν Ἄργος; denk jij Argos te schaden? Eur. Suppl. 537; κ. τὴν Εὔβοιαν Euboia plunderen Thuc. 2.32; met dat.: τοῖς προβάτοις κακουργεῖν de schapen schade toebrengen Plat. Resp. 416a.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκουργέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[творить зло]], [[совершать преступление]] . καὶ ἀδικεῖν Arph.): ὥπος οἱ νέοι μηδὲν κακουργῶσι Plat. (заботиться), чтобы молодые люди не бесчинствовали;<br /><b class="num">2)</b> [[причинять зло]], [[наносить вред]] (τοῖς προβάτοις Plat.; περὶ τοὺς πολίτας Plat.): ὡς μηδ᾽ ὁ ἐκ τῆς κεφαλῆς ἱδρὼς κακουργῇ Xen. (глаза защищены бровями), чтобы (стекающий) с головы пот не причинял им вреда;<br /><b class="num">3)</b> [[разорять]], [[разрушать]] (τὴν πόλιν Plat., Arst.; τὴν χώραν καὶ τὰ κτήματα Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[извращать]], [[искажать]], [[портить]] (τὸν λόγον Plat.; τοὺς νόμους Dem.; τὴν μουσικήν Plut.): κ. ἐν τοῖς λόγοις Plat. недобросовестно спорить, играть словами, передергивать.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κακοῦργος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πράττω]] [[κακά]], [[ασχολούμαι]] με δόλια πράγματα, αναλώνομαι στην [[ενασχόληση]] αθλίων πράξεων, σε Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για [[άλογο]], είμαι [[στρυφνός]], [[αχαλίνωτος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[προξενώ]] [[βλάβη]] ή [[κακό]] σε κάποιον, κακομεταχειρίζομαι, σε Ευρ., Πλάτ.· [[λεηλατώ]] [[χώρα]], σε Θουκ.· [[διαφθείρω]], [[παραποιώ]], [[παραχαράσσω]], <i>τοὺς νόμους</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''κᾰκουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κακοῦργος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πράττω]] [[κακά]], [[ασχολούμαι]] με δόλια πράγματα, αναλώνομαι στην [[ενασχόληση]] αθλίων πράξεων, σε Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για [[άλογο]], είμαι [[στρυφνός]], [[αχαλίνωτος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[προξενώ]] [[βλάβη]] ή [[κακό]] σε κάποιον, κακομεταχειρίζομαι, σε Ευρ., Πλάτ.· [[λεηλατώ]] [[χώρα]], σε Θουκ.· [[διαφθείρω]], [[παραποιώ]], [[παραχαράσσω]], <i>τοὺς νόμους</i>, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκουργέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[творить зло]], [[совершать преступление]] . καὶ ἀδικεῖν Arph.): ὥπος οἱ νέοι μηδὲν κακουργῶσι Plat. (заботиться), чтобы молодые люди не бесчинствовали;<br /><b class="num">2)</b> [[причинять зло]], [[наносить вред]] (τοῖς προβάτοις Plat.; περὶ τοὺς πολίτας Plat.): ὡς μηδ᾽ ὁ ἐκ τῆς κεφαλῆς ἱδρὼς κακουργῇ Xen. (глаза защищены бровями), чтобы (стекающий) с головы пот не причинял им вреда;<br /><b class="num">3)</b> [[разорять]], [[разрушать]] (τὴν πόλιν Plat., Arst.; τὴν χώραν καὶ τὰ κτήματα Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[извращать]], [[искажать]], [[портить]] (τὸν λόγον Plat.; τοὺς νόμους Dem.; τὴν μουσικήν Plut.): κ. ἐν τοῖς λόγοις Plat. недобросовестно спорить, играть словами, передергивать.
|lstext='''κακουργέω''': εἶμαι [[κακοῦργος]], [[πράττω]] κακά, δεινὰ πράγματα, Εὐρ. Ὀρ. 823, κτλ.· κακουργεῖν τι Ἀντιφῶν 118. 11· μηδὲν κακουργεῖν Πλάτ. Πρωτ. 326Α· [[περί]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 416C· [[ἵππος]] ἢν κακουργῇ, ἐὰν [[εἶναι]] κακός, ἐάν προξενῇ βλάβην Ξεν. Οἰκ. 3. 11· ἀδικεῖν καὶ κακ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1175· κακουργέειν καὶ ἐξαμαρτάνειν Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 375D· ― ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, κακ. ἐν τοῖς λόγοις, [[ἀγωνίζομαι]] διὰ σοφιστικῶν τεχνασμάτων, κτλ., Πλάτ. Γοργ. 489Β, πρβλ. 483Α, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 7· οὕτω, κακ. τὸν λόγον, μεταχειρίζομαι οὐχὶ ὀρθῶς τὸ [[ἐπιχείρημα]], Πλάτ. Πολ. 338D· ― ἐπὶ πραγμάτων, [[βλάπτω]], ὁ... ἱδρὼς κακουργεῖ Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., προξενῶ βλάβην ἢ κακὸν εἴς τινα, «κακομεταχειρίζομαι», [[βλάπτω]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 257, Εὐρ. Ἱκέτ. 537· κακουργεῖν καὶ ἀδικεῖν Πλάτ. Νόμ. 679Ε. ― Παθ., κακουργεῖται ἡ [[ἀτυχία]] Ἀντιφῶν 118. 2· ― λεηλατῶ χώραν, κακ. τὴν Εὔβοιαν Θουκ. 2. 32, πρβλ. 3. 1· κακ. τὴν χώραν καὶ τὰ κτήματα Πλάτ. Νόμ. 760Ε, κτλ.· ― παραποιῶ, διαθφείρω, τοὺς νόμους Δημ. 721. 20· τὰ ἀληθῆ καὶ μὴ κακουργούμενα ὁ αὐτ. 878. 5· πρβλ. [[κακοτεχνέω]] 2. 2) [[ὡσαύτως]] μ. δοτ., κ. τοῖς προβάτοις, ἐπὶ κυνῶν, Πλάτ. Νόμ. 933E. κτλ.· τὰ ἐν τοῖς ξυμβολαίοις κακουργήματα Πλάτ. Πολ. 426E.
}}
{{elnl
|elnltext=κακουργέω [κακοῦργος] kwaad doen, onrecht plegen:. ἐὰν ἑκοῦσα κακουργῇ τε καὶ ἐξαμαρτάνῇ als zij uit eigen beweging kwaad doet en misstappen begaat Plat. HpMi. 375d; κακουργεῖν... περὶ τοὺς ἄλλους πολίτας onrecht plegen tegen hun medeburgers Plat. Resp. 416d; παρὰ ταύτας γὰρ κακουργεῖ want hierdoor (homoniemen) kan hij (de sofist) zijn bedrog plegen Aristot. Rh. 1404b 39. mishandelen, schaden, met acc.:; δοκεῖς κακουργεῖν Ἄργος; denk jij Argos te schaden? Eur. Suppl. 537; κ. τὴν Εὔβοιαν Euboia plunderen Thuc. 2.32; met dat.: τοῖς προβάτοις κακουργεῖν de schapen schade toebrengen Plat. Resp. 416a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κακοῦργος]]<br /><b class="num">I.</b> to do [[evil]], [[work]] [[wickedness]], [[deal]] [[basely]], Eur., etc.; of a [[horse]], to be [[vicious]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. pers. to do [[evil]] or [[mischief]] to one, to [[maltreat]], Eur., Plat.:— to [[ravage]] a [[country]], Thuc.: — to [[corrupt]], [[falsify]], τοὺς νόμους Dem.
|mdlsjtxt=[[κακοῦργος]]<br /><b class="num">I.</b> to do [[evil]], [[work]] [[wickedness]], [[deal]] [[basely]], Eur., etc.; of a [[horse]], to be [[vicious]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. pers. to do [[evil]] or [[mischief]] to one, to [[maltreat]], Eur., Plat.:— to [[ravage]] a [[country]], Thuc.: — to [[corrupt]], [[falsify]], τοὺς νόμους Dem.
}}
}}