κατάρατος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />digne d'exécration, maudit;<br /><i>Cp.</i> καταρατότερος, <i>Sp.</i> καταρατότατος.<br />'''Étymologie:''' [[καταράομαι]].
|btext=ος, ον :<br />digne d'exécration, maudit;<br /><i>Cp.</i> καταρατότερος, <i>Sp.</i> καταρατότατος.<br />'''Étymologie:''' [[καταράομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατάρᾱτος''': -ον, [[ἄξιος]] κατάρας, κατηραμένος, [[βδελυρός]], Εὐρ. Μήδ. 112· συχν. παρὰ τοῖς Κωμ., ὡς [[σεμνός]] ὁ κατ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 178, πρβλ. Εἰρ. 33· ὧ κατάρατε ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 530. κτλ.· συγκρ. καταρατύτερος Δημ. 298. 29· ὑπερθ. -ότατος Σοφ. Ο. Τ. 1345· [[κατάρατος]] ἀνδράσιν Εὐρ. Ἀνδρομ. 839· κατάρατ’ ἀνδρῶν Ἑκάβ. 716.
|elnltext=κατάρατος -ον, adj. verb. van καταράομαι, vervloekt, rampzalig.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάρᾱτος:''' (τᾱ) достойный проклятия, проклятый Eur., Arph., Arst., Dem.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κατάρᾱτος:''' -ον ([[καταράομαι]]), [[καταραμένος]], [[απεχθής]], [[βδελυρός]], [[μισητός]], σε Ευρ., Αριστοφ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>, σε Δημ.· υπερθ. <i>-ότατος</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''κατάρᾱτος:''' -ον ([[καταράομαι]]), [[καταραμένος]], [[απεχθής]], [[βδελυρός]], [[μισητός]], σε Ευρ., Αριστοφ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>, σε Δημ.· υπερθ. <i>-ότατος</i>, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατάρᾱτος:''' (τᾱ) достойный проклятия, проклятый Eur., Arph., Arst., Dem.
|lstext='''κατάρᾱτος''': -ον, [[ἄξιος]] κατάρας, κατηραμένος, [[βδελυρός]], Εὐρ. Μήδ. 112· συχν. παρὰ τοῖς Κωμ., ὡς [[σεμνός]] ὁ κατ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 178, πρβλ. Εἰρ. 33· ὧ κατάρατε ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 530. κτλ.· συγκρ. καταρατύτερος Δημ. 298. 29· ὑπερθ. -ότατος Σοφ. Ο. Τ. 1345· [[κατάρατος]] ἀνδράσιν Εὐρ. Ἀνδρομ. 839· κατάρατ’ ἀνδρῶν Ἑκάβ. 716.
}}
{{elnl
|elnltext=κατάρατος -ον, adj. verb. van καταράομαι, vervloekt, rampzalig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj