κορμός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> tronc d'arbre;<br /><b>2</b> bûche.<br />'''Étymologie:''' [[κείρω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> tronc d'arbre;<br /><b>2</b> bûche.<br />'''Étymologie:''' [[κείρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κορμός''': , ([[κείρω]]) ὁ κορμὸς δένδρου (ἀποκεκομμένων τῶν κλάδων), Ὀδ. Ψ. 196, Εὐρ. Ἑκάβ. 575, Ἡρ. Μαιν. 242· κ. ἐλάας Ἀριστοφ. Λυσ. 255· κορμοὶ ξύλων, τεμάχια κορμοῦ, Ἡρόδ. 7. 36· κ. ναυτικοί, δηλ. κῶπαι, Εὐρ. Ἑλ. 1601.
|elnltext=κορμός -οῦ, ὁ [κείρω] boomstronk:. κορμοὶ ξύλων houtblokken Hdt. 7.36.4; κ. ναυτικός roeiriem Eur. Hel. 1601.
}}
{{elru
|elrutext='''κορμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ствол]] (ἐλαίης Hom.; [[δρυός]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[бревно]] (κορμοὶ ξύλων Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[шест]], [[багор]]: κ. [[ναυτικός]] Eur. весло.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κορμός:''' ὁ ([[κείρω]]), [[κορμός]] δέντρου (με τα κλαδιά κομμένα), σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· <i>κορμοὶ ξύλων</i>, κομμάτια κορμών, σε Ηρόδ.· <i>κ. ναυτικοί</i>, δηλ. [[κουπιά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κορμός:''' ὁ ([[κείρω]]), [[κορμός]] δέντρου (με τα κλαδιά κομμένα), σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· <i>κορμοὶ ξύλων</i>, κομμάτια κορμών, σε Ηρόδ.· <i>κ. ναυτικοί</i>, δηλ. [[κουπιά]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κορμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ствол]] (ἐλαίης Hom.; [[δρυός]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[бревно]] (κορμοὶ ξύλων Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[шест]], [[багор]]: κ. [[ναυτικός]] Eur. весло.
|lstext='''κορμός''': , ([[κείρω]]) ὁ κορμὸς δένδρου (ἀποκεκομμένων τῶν κλάδων), Ὀδ. Ψ. 196, Εὐρ. Ἑκάβ. 575, Ἡρ. Μαιν. 242· κ. ἐλάας Ἀριστοφ. Λυσ. 255· κορμοὶ ξύλων, τεμάχια κορμοῦ, Ἡρόδ. 7. 36· κ. ναυτικοί, δηλ. κῶπαι, Εὐρ. Ἑλ. 1601.
}}
{{elnl
|elnltext=κορμός -οῦ, ὁ [κείρω] boomstronk:. κορμοὶ ξύλων houtblokken Hdt. 7.36.4; κ. ναυτικός roeiriem Eur. Hel. 1601.
}}
}}
{{etym
{{etym