κύλιξ: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ικος (ἡ) :<br />coupe, vase à boire.<br />'''Étymologie:''' R. Κυλ ; cf. [[κυλλός]].
|btext=ικος (ἡ) :<br />coupe, vase à boire.<br />'''Étymologie:''' R. Κυλ ; cf. [[κυλλός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κύλιξ''': ῠ, ῐκος, ἡ, ([[κυέω]]) [[ἔκπωμα]], [[ποτήριον]], [[κυρίως]] οἰνοδόκον, «κρασοπότηρον», Λατ. calix, Φωκυλ. 11, Σαπφὼ 5, Ἡρόδ. 4. 70, Πίνδ. κτλ.· κυλίκων [[τέρψις]] Σοφ. Αἴ. 1200, πρβλ. Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 480C· κ. φιλοτησία Ἀριστοφ. Λυσ. 203, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 24· κ. ἴσον ἴσῳ κεκραμένη Ἀριστοφ. Πλ. 1132· πλήρεις κ. οἴνου. ἤντλουν Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 30· πίνειν τε πολλὰς κ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a· ἐπὶ κύλικι λέγειν = κυλικηγορεῖν (πρβλ. [[ἐπικυλίκειος]]), Πλάτ. Συμπ. 214Α· ἐπὶ τῆς κ. φλυαρεῖν Διογ. Λ. 2. 82. παρὰ τὴν κ. Πλουτ. Ἀντών. 24· περιελαύνειν τὰς κ., περιάγειν, περιφέρειν τὰ ποτήρια (πρβλ. [[σοβέω]] Ι), Ξεν. Συμπ. 2, 27· οἱ πρὸς ταῖς κ., οἱ τὰ ποτήρια φέροντες, Ἡρῳδιαν. 3. 5. ΙΙ. = [[κοτύλη]], Γλαύκων... Κυπρίους φησὶ τὴν κοτύλην κύλικα καλεῖν Ἀθήν. 480F.
|elnltext=κύλιξ -ικος, ἡ [~ κάλυξ?] poët. dat. plur. κυλίκεσσι beker voor wijn;; κ. μεγάλη κεραμίνη grote beker van aardewerk Hdt. 4.70.1; overdr. het drinken: ἐπὶ τῇ κύλικι of παρὰ τὴν κύλικα bij een goed glas, bij het drinken.
}}
{{elru
|elrutext='''κύλιξ:''' ῐκος () ἡ чаша, кубок, бокал: ἐπὶ τῇ κύλικι Plat., ἐπὶ τῆς κύλικος Diog. L. в παρὰ τὴν κύλικα Plut. за чашей (вина).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κύλιξ:''' [ῠ], -ῐκος, ἡ ([[κύω]]), κύπελο, [[κούπα]], [[κρασοπότηρο]], Λατ. [[calix]], σε Ηρόδ., Πίνδ. κ.λπ.· περιελαύνειν [[τὰς]] κ., [[περιφέρω]] τα ποτήρια, σε Ξεν.
|lsmtext='''κύλιξ:''' [ῠ], -ῐκος, ἡ ([[κύω]]), κύπελο, [[κούπα]], [[κρασοπότηρο]], Λατ. [[calix]], σε Ηρόδ., Πίνδ. κ.λπ.· περιελαύνειν [[τὰς]] κ., [[περιφέρω]] τα ποτήρια, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κύλιξ:''' ῐκος () ἡ чаша, кубок, бокал: ἐπὶ τῇ κύλικι Plat., ἐπὶ τῆς κύλικος Diog. L. в παρὰ τὴν κύλικα Plut. за чашей (вина).
|lstext='''κύλιξ''': ῠ, ῐκος, ἡ, ([[κυέω]]) [[ἔκπωμα]], [[ποτήριον]], [[κυρίως]] οἰνοδόκον, «κρασοπότηρον», Λατ. calix, Φωκυλ. 11, Σαπφὼ 5, Ἡρόδ. 4. 70, Πίνδ. κτλ.· κυλίκων [[τέρψις]] Σοφ. Αἴ. 1200, πρβλ. Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 480C· κ. φιλοτησία Ἀριστοφ. Λυσ. 203, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 24· κ. ἴσον ἴσῳ κεκραμένη Ἀριστοφ. Πλ. 1132· πλήρεις κ. οἴνου. ἤντλουν Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 30· πίνειν τε πολλὰς κ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a· ἐπὶ κύλικι λέγειν = κυλικηγορεῖν (πρβλ. [[ἐπικυλίκειος]]), Πλάτ. Συμπ. 214Α· ἐπὶ τῆς κ. φλυαρεῖν Διογ. Λ. 2. 82. παρὰ τὴν κ. Πλουτ. Ἀντών. 24· περιελαύνειν τὰς κ., περιάγειν, περιφέρειν τὰ ποτήρια (πρβλ. [[σοβέω]] Ι), Ξεν. Συμπ. 2, 27· οἱ πρὸς ταῖς κ., οἱ τὰ ποτήρια φέροντες, Ἡρῳδιαν. 3. 5. ΙΙ. = [[κοτύλη]], Γλαύκων... Κυπρίους φησὶ τὴν κοτύλην κύλικα καλεῖν Ἀθήν. 480F.
}}
{{elnl
|elnltext=κύλιξ -ικος, ἡ [~ κάλυξ?] poët. dat. plur. κυλίκεσσι beker voor wijn;; κ. μεγάλη κεραμίνη grote beker van aardewerk Hdt. 4.70.1; overdr. het drinken: ἐπὶ τῇ κύλικι of παρὰ τὴν κύλικα bij een goed glas, bij het drinken.
}}
}}
{{etym
{{etym