περιοικέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />habiter autour de, dans le voisinage de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[οἰκέω]].
|btext=-ῶ :<br />habiter autour de, dans le voisinage de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[οἰκέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιοικέω''': ([[περίοικος]]) κατοικῶ [[πέριξ]] προσώπου τινὸς ἢ τόπου, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 57., 2. 112., 5. 23, 58, Λυσ. 110. 40, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16· - Παθ., ἐπὶ θαλασσῶν, Ὑρκανία καὶ Κασπία ... περιοικούμεναι κύκλῳ Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 1, 8.
|elnltext=περιοικέω [περίοικος] rondom... wonen, om... heen wonen, met acc.
}}
{{elru
|elrutext='''περιοικέω:''' [[жить вокруг]] ([[ἀμφοτέρωθεν]] γείτονες περιοικοῦσιν Lys.): περιοικοῦντες τὸν Πόντον Xen. жители берегов Понта; θάλατται περιοικούμεναι [[κύκλῳ]] Arst. моря с заселенными вокруг берегами; οἱ περιοικοῦντες NT окрестные жители.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''περιοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[περίοικος]]), [[διαμένω]] γύρω από ένα [[πρόσωπο]] ή [[τόπο]], με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''περιοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[περίοικος]]), [[διαμένω]] γύρω από ένα [[πρόσωπο]] ή [[τόπο]], με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιοικέω:''' [[жить вокруг]] ([[ἀμφοτέρωθεν]] γείτονες περιοικοῦσιν Lys.): περιοικοῦντες τὸν Πόντον Xen. жители берегов Понта; θάλατται περιοικούμεναι [[κύκλῳ]] Arst. моря с заселенными вокруг берегами; οἱ περιοικοῦντες NT окрестные жители.
|lstext='''περιοικέω''': ([[περίοικος]]) κατοικῶ [[πέριξ]] προσώπου τινὸς ἢ τόπου, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 57., 2. 112., 5. 23, 58, Λυσ. 110. 40, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16· - Παθ., ἐπὶ θαλασσῶν, Ὑρκανία καὶ Κασπία ... περιοικούμεναι κύκλῳ Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 1, 8.
}}
{{elnl
|elnltext=περιοικέω [περίοικος] rondom... wonen, om... heen wonen, met acc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj