ποθεινός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή <i>ou poét.</i> ός, όν :<br /><b>1</b> désirable, digne d'être aimé <i>ou</i> recherché;<br /><b>2</b> désiré;<br /><b>3</b> digne de regrets, regrettable;<br /><i>Cp.</i> ποθεινότερος, <i>Sp.</i> ποθεινότατος.<br />'''Étymologie:''' [[πόθος]].
|btext=ή <i>ou poét.</i> ός, όν :<br /><b>1</b> désirable, digne d'être aimé <i>ou</i> recherché;<br /><b>2</b> désiré;<br /><b>3</b> digne de regrets, regrettable;<br /><i>Cp.</i> ποθεινότερος, <i>Sp.</i> ποθεινότατος.<br />'''Étymologie:''' [[πόθος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποθεινός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν Εὐρ. Ἑλ. 623· συντετμημ. [[ποθινός]], ἴδε ἐν λ. ([[ποθέω]])· ― ἐπιθυμητός, [[λίαν]] [[ποθητός]], [[περιπόθητος]], [[λίαν]] ἐπιθυμητός, [[βίος]] Σιμωνίδ. 71· συνημμένον μετὰ τοῦ φίλος Καλλίξ. 1. 16· [[μάλιστα]] ἐπὶ ἀπόντος ἢ ἀπολωλότος (ἴδε [[πόθος]]), [[παῖς]] πατρὶ π. Πινδ. Ο. 10 (11). 104, πρβλ. Ι. 5 (4). 9, καὶ Τραγ.· ποθεινὰ [[Ἑλλάς]], ἡ ἐπιθυμία τοῦ νὰ ἴδῃ τις τὴν Ἑλλάδα, Πινδ. Π. 4. 389· ποθεινὸς ἦλθες Εὐρ. Ι. Τ. 515· π. ἂν μόλοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 540· π. δάκρυα, πόθου δάκρυα, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1737· ― οὕτω παρὰ τοῖς κωμ. καὶ τοῖς πεζογράγοις, ἀγαθὸς ποιητὴς καὶ π. τοῖς φίλοις Ἀριστοφ. Βάτρ. 84· ὦ ποθεινὴ τοῖς… γεωργοῖς [[ἡμέρα]] ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 556· ποθεινότερόν τί τινος λαβὼν Θουκ. 2. 42· ποθεινότερος βίου [[θάνατος]] Λυσ. 197· 27· τὸ ποθεινότερον τῆς ψυχῆς [[ἦθος]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 3· ποθεινοὶ ἀλλήλοις Πλάτ. Λῦσ. 215Β, κτλ. ― Ἐπίρρ., ποθεινοτέρως ἔχειν τινὸς Ξεν. Λακ. 1, 5. ΙΙ. παρ’ Εὐρ. ἐν Μηδ. 1221, τὸ ποθεινὴ δακρύοισι [[συμφορά]], [[ἑρμηνευτέον]], συμφορὰ προκαλοῦσα δάκρυα, κατὰ τὸν Σχολ.: «ἀντὶ τοῦ [[ἀξιοδάκρυτος]] συμφορὰ» πρβλ. Ι. Τ. 629.
|elnltext=ποθεινός --όν, Aeol. πόθεννος [ποθέω] ook f. -ός naar wie of wat (vurig) verlangd is: erg gemist: van pers..; ποθεινός γ’ ἦλθες naar jouw komst is met smart uitgezien Eur. IT 515; ποθεινὸς τοῖς φίλοις gemist door zijn vrienden Aristoph. Ran. 84; ποθεινοὶ ἀλλήλοις elkaar dierbaar Plat. Lys. 215b; van zaken. ὠς πόθεννον εἰς ἔρον ἦλθε hoe hij de vurig gewenste liefde vond Sapph. 15.11 ( conject. ); ὦ ποθεινὸς ἡμέρα o vurig gewenste dag Eur. Hel. 623. behorend bij gemis: van verlangen:. ποθεινὰ δάκρυα tranen van verlangen Eur. Phoen. 1737.
}}
{{elru
|elrutext='''ποθεινός:''' и 2 желанный, вожделенный ([[Ἑλλάς]] Pind.; [[φθέγμα]] Soph.; [[ἡμέρα]] Arph.): ποθεινοὶ ἀλλήλοις Plat. стремящиеся друг к другу; π. ἦλθες Eur. твой приход - счастье (для меня); ποθεινὰ δάκρυα Eur. слезы тоски; π. δακρύοις Eur. исторгающий слезы.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''ποθεινός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[ποθέω]]), ο [[επιθυμητός]], [[ποθητός]], ιδιαίτερα [[αγαπητός]], [[ιδίως]], αν είναι [[απών]] ή [[χαμένος]] (βλ. [[πόθος]]), σε Τραγ.· <i>ποθεινὸς ἦλθες</i>, σε Ευρ.· <i>ποθεινὰ δάκρυα</i>, τα δάκρυα μετάνοιας, στον ίδ.· <i>ποθεινὸς τοῖς φίλοις</i>, σε Αριστοφ.· επίρρ., <i>ποθεινοτέρως ἔχειν τινός</i>, [[λαχταρώ]] [[πολύ]] ένα [[πράγμα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ποθεινός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[ποθέω]]), ο [[επιθυμητός]], [[ποθητός]], ιδιαίτερα [[αγαπητός]], [[ιδίως]], αν είναι [[απών]] ή [[χαμένος]] (βλ. [[πόθος]]), σε Τραγ.· <i>ποθεινὸς ἦλθες</i>, σε Ευρ.· <i>ποθεινὰ δάκρυα</i>, τα δάκρυα μετάνοιας, στον ίδ.· <i>ποθεινὸς τοῖς φίλοις</i>, σε Αριστοφ.· επίρρ., <i>ποθεινοτέρως ἔχειν τινός</i>, [[λαχταρώ]] [[πολύ]] ένα [[πράγμα]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποθεινός:''' и 2 желанный, вожделенный ([[Ἑλλάς]] Pind.; [[φθέγμα]] Soph.; [[ἡμέρα]] Arph.): ποθεινοὶ ἀλλήλοις Plat. стремящиеся друг к другу; π. ἦλθες Eur. твой приход - счастье (для меня); ποθεινὰ δάκρυα Eur. слезы тоски; π. δακρύοις Eur. исторгающий слезы.
|lstext='''ποθεινός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν Εὐρ. Ἑλ. 623· συντετμημ. [[ποθινός]], ἴδε ἐν λ. ([[ποθέω]])· ― ἐπιθυμητός, [[λίαν]] [[ποθητός]], [[περιπόθητος]], [[λίαν]] ἐπιθυμητός, [[βίος]] Σιμωνίδ. 71· συνημμένον μετὰ τοῦ φίλος Καλλίξ. 1. 16· [[μάλιστα]] ἐπὶ ἀπόντος ἢ ἀπολωλότος (ἴδε [[πόθος]]), [[παῖς]] πατρὶ π. Πινδ. Ο. 10 (11). 104, πρβλ. Ι. 5 (4). 9, καὶ Τραγ.· ποθεινὰ [[Ἑλλάς]], ἡ ἐπιθυμία τοῦ νὰ ἴδῃ τις τὴν Ἑλλάδα, Πινδ. Π. 4. 389· ποθεινὸς ἦλθες Εὐρ. Ι. Τ. 515· π. ἂν μόλοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 540· π. δάκρυα, πόθου δάκρυα, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1737· ― οὕτω παρὰ τοῖς κωμ. καὶ τοῖς πεζογράγοις, ἀγαθὸς ποιητὴς καὶ π. τοῖς φίλοις Ἀριστοφ. Βάτρ. 84· ὦ ποθεινὴ τοῖς… γεωργοῖς [[ἡμέρα]] ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 556· ποθεινότερόν τί τινος λαβὼν Θουκ. 2. 42· ποθεινότερος βίου [[θάνατος]] Λυσ. 197· 27· τὸ ποθεινότερον τῆς ψυχῆς [[ἦθος]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 3· ποθεινοὶ ἀλλήλοις Πλάτ. Λῦσ. 215Β, κτλ. ― Ἐπίρρ., ποθεινοτέρως ἔχειν τινὸς Ξεν. Λακ. 1, 5. ΙΙ. παρ’ Εὐρ. ἐν Μηδ. 1221, τὸ ποθεινὴ δακρύοισι [[συμφορά]], [[ἑρμηνευτέον]], συμφορὰ προκαλοῦσα δάκρυα, κατὰ τὸν Σχολ.: «ἀντὶ τοῦ [[ἀξιοδάκρυτος]] συμφορὰ» πρβλ. Ι. Τ. 629.
}}
{{elnl
|elnltext=ποθεινός -ή -όν, Aeol. πόθεννος [ποθέω] ook f. -ός naar wie of wat (vurig) verlangd is: erg gemist: van pers..; ποθεινός γ’ ἦλθες naar jouw komst is met smart uitgezien Eur. IT 515; ποθεινὸς τοῖς φίλοις gemist door zijn vrienden Aristoph. Ran. 84; ποθεινοὶ ἀλλήλοις elkaar dierbaar Plat. Lys. 215b; van zaken. ὠς πόθεννον εἰς ἔρον ἦλθε hoe hij de vurig gewenste liefde vond Sapph. 15.11 ( conject. ); ὦ ποθεινὸς ἡμέρα o vurig gewenste dag Eur. Hel. 623. behorend bij gemis: van verlangen:. ποθεινὰ δάκρυα tranen van verlangen Eur. Phoen. 1737.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj