ποριστικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />qui a le talent de procurer, qui procure <i>ou</i> fournit, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πορίζω]].
|btext=ή, όν :<br />qui a le talent de procurer, qui procure <i>ou</i> fournit, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πορίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πορισμόν, ὁ ἱκανὸς νὰ πορίσῃ ἢ παράσχῃ, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 6· ἀρετή ἐστι [[δύναμις]] π. ἀγαθῶν Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 4, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 517D.
|elnltext=ποριστικός -ή -όν [πορίζω] in staat om te verschaffen.
}}
{{elru
|elrutext='''ποριστικός:''' [[могущий доставить]], [[умеющий обеспечить]] (στρατηγὸς π. τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Xen.): [[δύναμις]] ποριστικὴ ἀγαθῶν Arst. сила, дающая блага, т. е. источник благ.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ποριστικός:''' -ή, -όν ([[πορίζω]]), [[ικανός]] να προσφέρει, σε Ξεν.
|lsmtext='''ποριστικός:''' -ή, -όν ([[πορίζω]]), [[ικανός]] να προσφέρει, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποριστικός:''' [[могущий доставить]], [[умеющий обеспечить]] (στρατηγὸς π. τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Xen.): [[δύναμις]] ποριστικὴ ἀγαθῶν Arst. сила, дающая блага, т. е. источник благ.
|lstext='''ποριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πορισμόν, ὁ ἱκανὸς νὰ πορίσῃ ἢ παράσχῃ, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 6· ἀρετή ἐστι [[δύναμις]] π. ἀγαθῶν Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 4, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 517D.
}}
{{elnl
|elnltext=ποριστικός -ή -όν [πορίζω] in staat om te verschaffen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποριστικός]], ή, όν [[πορίζω]]<br />[[able]] to [[furnish]], Xen.
|mdlsjtxt=[[ποριστικός]], ή, όν [[πορίζω]]<br />[[able]] to [[furnish]], Xen.
}}
}}