προπηλακίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=couvrir de boue, <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> insulter, outrager, acc.;<br /><b>2</b> reprocher en termes grossiers <i>ou</i> violents, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], πηλακίζω.
|btext=couvrir de boue, <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> insulter, outrager, acc.;<br /><b>2</b> reprocher en termes grossiers <i>ou</i> violents, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], πηλακίζω.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προπηλᾰκίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πῆλαξ = πηλός, εἰ καὶ [[οὔτε]] τὸ πῆλαξ [[οὔτε]] τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[πηλακίζω]] εὕρηνται). Κυρίως, [[ἐπιχρίω]], «πασαλείφω» διὰ πηλοῦ, [[καλύπτω]] διὰ βορβόρου, ἢ [[ῥίπτω]] εἰς τὴν «λάσπην»· ἀλλ’ [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ μεταφορικῆς σημασίας, ὀνείδεσι [[περιβάλλω]] τινά, κακῶς ἢ ὑβριστικῶς μεταχειρίζομαί τινα, ἐξουθενῶ, [[διασύρω]], μετ’ αἰτ., Σοφ. Ο. Τ. 427, Ἀριστοφ. Θεσμ. 386· καὶ συχν. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, Θουκ. 6. 54, 56, Ἀνδοκ. 31. 14, Λυσί. 144. 39, Πλάτ., κλπ. ― Παθ., ἰδὼν προπεπηλακισμένην [τὴν φιλοσοφίαν] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 536C· προπηλακισθέντες λόγοις ἢ καὶ ἀτίμοις λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 866Ε· ὑβρίζετο καὶ προεπηλακίζετο ὑπὸ τοῦ δήμου Δημ. 126. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, [[ὀνειδίζω]] τινὰ ἐπί τινι, εἴ τις πενίαν πρ. Δημ. 312. 16. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προπηλακίζων, ἀδικῶν, ὑβρίζων, διασύρων,... εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ πηλὸν ἐπιχρίεσθαι τὰ πρόσωπα τῶν ἀτιμίαν καὶ ὕβριν καταψηφιζομένων, οὓς [[ἀρτίως]] ἀσβόλῳ χρίουσι».
|elnltext=προπηλακίζω [πρό, πηλός] imperf. προυπηλάκιζον en προεπηλάκιζον, med.-pass. προυπηλακιζόμην; aor. προυπηλάκισα en προεπηλάκισα; aor. pass. προεπηλακίσθην; perf. med.-pass. προπεπηλάκισμαι; fut. act. προπηλακιῶ, met modder gooien, beledigen: met acc..; ( εἰ ) κακῶς ἔλεγον τουτονὶ καὶ προπηλακίζειν ἐπεχείρουν als ik kwaad van hem zou spreken en hem probeerde met modder te gooien Dem. 19.214; met acc. v. h. inw. obj.. πενίαν π. armoede tot verwijt maken Dem. 18.256.
}}
{{elru
|elrutext='''προπηλᾰκίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. забрасывать грязью, перен. втаптывать в грязь, помыкать, презирать, оскорблять (τινά Soph.; λόγοις ἢ ἔργοις Plat.; ὑπὸ πάντων προπηλακιζόμενος Lys.);<br /><b class="num">2)</b> [[грубо попрекать]] (π. πενίαν Dem.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προπηλᾰκίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> (από πῆλαξ = [[πηλός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λασπώνω]], [[επιχρίω]] με [[λάσπη]] ή [[καλύπτω]] με [[λάσπη]]· μεταφ., [[συμπεριφέρομαι]] υβριστικά, [[προσβάλλω]] αισχρά, <i>τινά</i>, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἰδὼν προπεπηλακισμένην</i> (<i>τὴν φιλοσοφίαν</i>), σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[εξυβρίζω]] καποιον για κάποιο [[πράγμα]], σε Δημ.
|lsmtext='''προπηλᾰκίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> (από πῆλαξ = [[πηλός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λασπώνω]], [[επιχρίω]] με [[λάσπη]] ή [[καλύπτω]] με [[λάσπη]]· μεταφ., [[συμπεριφέρομαι]] υβριστικά, [[προσβάλλω]] αισχρά, <i>τινά</i>, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἰδὼν προπεπηλακισμένην</i> (<i>τὴν φιλοσοφίαν</i>), σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[εξυβρίζω]] καποιον για κάποιο [[πράγμα]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προπηλᾰκίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. забрасывать грязью, перен. втаптывать в грязь, помыкать, презирать, оскорблять (τινά Soph.; λόγοις ἔργοις Plat.; ὑπὸ πάντων προπηλακιζόμενος Lys.);<br /><b class="num">2)</b> [[грубо попрекать]] . πενίαν Dem.).
|lstext='''προπηλᾰκίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πῆλαξ = πηλός, εἰ καὶ [[οὔτε]] τὸ πῆλαξ [[οὔτε]] τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[πηλακίζω]] εὕρηνται). Κυρίως, [[ἐπιχρίω]], «πασαλείφω» διὰ πηλοῦ, [[καλύπτω]] διὰ βορβόρου, ἢ [[ῥίπτω]] εἰς τὴν «λάσπην»· ἀλλ’ [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ μεταφορικῆς σημασίας, ὀνείδεσι [[περιβάλλω]] τινά, κακῶς ὑβριστικῶς μεταχειρίζομαί τινα, ἐξουθενῶ, [[διασύρω]], μετ’ αἰτ., Σοφ. Ο. Τ. 427, Ἀριστοφ. Θεσμ. 386· καὶ συχν. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, Θουκ. 6. 54, 56, Ἀνδοκ. 31. 14, Λυσί. 144. 39, Πλάτ., κλπ. ― Παθ., ἰδὼν προπεπηλακισμένην [τὴν φιλοσοφίαν] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 536C· προπηλακισθέντες λόγοις ἢ καὶ ἀτίμοις λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 866Ε· ὑβρίζετο καὶ προεπηλακίζετο ὑπὸ τοῦ δήμου Δημ. 126. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, [[ὀνειδίζω]] τινὰ ἐπί τινι, εἴ τις πενίαν πρ. Δημ. 312. 16. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προπηλακίζων, ἀδικῶν, ὑβρίζων, διασύρων,... εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ πηλὸν ἐπιχρίεσθαι τὰ πρόσωπα τῶν ἀτιμίαν καὶ ὕβριν καταψηφιζομένων, οὓς [[ἀρτίως]] ἀσβόλῳ χρίουσι».
}}
{{elnl
|elnltext=προπηλακίζω [πρό, πηλός] imperf. προυπηλάκιζον en προεπηλάκιζον, med.-pass. προυπηλακιζόμην; aor. προυπηλάκισα en προεπηλάκισα; aor. pass. προεπηλακίσθην; perf. med.-pass. προπεπηλάκισμαι; fut. act. προπηλακιῶ, met modder gooien, beledigen: met acc..; ( εἰ ) κακῶς ἔλεγον τουτονὶ καὶ προπηλακίζειν ἐπεχείρουν als ik kwaad van hem zou spreken en hem probeerde met modder te gooien Dem. 19.214; met acc. v. h. inw. obj.. πενίαν π. armoede tot verwijt maken Dem. 18.256.
}}
}}
{{etym
{{etym