σανδάλιον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> sandale de bois, fixée par des courroies passant sur le pied, socque;<br /><b>2</b> sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' v. [[σάνδαλον]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> sandale de bois, fixée par des courroies passant sur le pied, socque;<br /><b>2</b> sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' v. [[σάνδαλον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σανδάλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σάνδαλον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 91, Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Κηφισόδ. ἐν «Τροφ.» 2, κτλ. ΙΙ. χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ὀρειβάσ. 180· [[ὡσαύτως]] σανδάλιος, ὁ, ὁ αὐτ. 84. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σανδάλια· σάνδαλα. γυναικεῖα ὑποδήματα, ἃ καὶ βλαυτία. καὶ ἰατρικὸς [[ἐπίδεσμος]] [[σανδάλιον]]».
|elnltext=σανδάλιον -ου, τό [σάνδαλον] sandaal.
}}
{{elru
|elrutext='''σανδάλιον:''' (δᾰ) τό [demin. к [[σάνδαλον]] сандалия Her., Luc., NT.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''σανδάλιον:''' τό, υποκορ. του [[σάνδαλον]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''σανδάλιον:''' τό, υποκορ. του [[σάνδαλον]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σανδάλιον:''' (δᾰ) τό [demin. к [[σάνδαλον]] сандалия Her., Luc., NT.
|lstext='''σανδάλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σάνδαλον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 91, Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Κηφισόδ. ἐν «Τροφ.» 2, κτλ. ΙΙ. χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ὀρειβάσ. 180· [[ὡσαύτως]] σανδάλιος, ὁ, ὁ αὐτ. 84. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σανδάλια· σάνδαλα. γυναικεῖα ὑποδήματα, ἃ καὶ βλαυτία. καὶ ἰατρικὸς [[ἐπίδεσμος]] [[σανδάλιον]]».
}}
{{elnl
|elnltext=σανδάλιον -ου, τό [σάνδαλον] sandaal.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj