σκύμνος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> petit d'un animal, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> lionceau;<br /><b>2</b> jeune renard;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> jeune enfant.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυ, couvrir.
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> petit d'un animal, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> lionceau;<br /><b>2</b> jeune renard;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> jeune enfant.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυ, couvrir.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκύμνος''': ὁ, (καὶ ἐν Εὐρ. Ὀρέστ. 1493, ἡ), νεογνὸν ζῴου (πρβλ. [[σκύλαξ]] Ι. 2), [[μάλιστα]] δὲ τὸ νεογνὸν λεαίνης, Ἰλ. Σ. 319· πλῆρες: σκ. λέοντος Ἡρόδ. 3. 32, Εὐρ. Ἱκέτ. 1222, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1431, πρβλ. Ἱππ. 1039· λεαίνης Σοφ. Αἴ. 987· [[ὡσαύτως]] καὶ ἄλλων ζῴων, σκ. λύκου Εὐρ. Βάκχ. 699· λυγκὸς Λᾶσος 4 Bgk.· τῆς ἄρκτου, τῆς ἐλέφαντος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 5., 6. 27· ἀλώπεκος Πλουτ. Λυκοῦργ. 18. 2) παρὰ ποιηταῖς καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, [[Ἀχίλλειος]] σκ. Ἀνδρ. 1171, πρβλ. Ρῆσ. 382· ἐπὶ γυναικῶν, Ὀρ. 1213, 1388, Ἡσύχ.
|elnltext=σκύμνος -ου, ὁ jong, welp, specifiek van een leeuw maar ook van andere dieren. overdr. van personen jong, kind.
}}
{{elru
|elrutext='''σκύμνος:''' ὁ, редко <br /><b class="num">1)</b> [[львенок]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[детеныш]] (λέοντος Her., Eur.; ἀλώπεκος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[дитя]], [[отпрыск]]: Λήδας σ. Eur. = Ἐλένη.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σκύμνος:''' ὁ και ἡ, νεογέννητο ζώο, [[νεογνό]], [[ιδίως]] [[νεογνό]] του λιονταριού, [[λιονταράκι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για άλλα ζώα, σε Ευρ., Πλούτ.· στους ποιητές επίσης λέγεται για ανθρώπους, [[Ἀχίλλειος]] [[σκύμνος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σκύμνος:''' ὁ και ἡ, νεογέννητο ζώο, [[νεογνό]], [[ιδίως]] [[νεογνό]] του λιονταριού, [[λιονταράκι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για άλλα ζώα, σε Ευρ., Πλούτ.· στους ποιητές επίσης λέγεται για ανθρώπους, [[Ἀχίλλειος]] [[σκύμνος]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκύμνος:''' ὁ, редко <br /><b class="num">1)</b> [[львенок]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[детеныш]] (λέοντος Her., Eur.; ἀλώπεκος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[дитя]], [[отпрыск]]: Λήδας σ. Eur. = Ἐλένη.
|lstext='''σκύμνος''': ὁ, (καὶ ἐν Εὐρ. Ὀρέστ. 1493, ἡ), νεογνὸν ζῴου (πρβλ. [[σκύλαξ]] Ι. 2), [[μάλιστα]] δὲ τὸ νεογνὸν λεαίνης, Ἰλ. Σ. 319· πλῆρες: σκ. λέοντος Ἡρόδ. 3. 32, Εὐρ. Ἱκέτ. 1222, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1431, πρβλ. Ἱππ. 1039· λεαίνης Σοφ. Αἴ. 987· [[ὡσαύτως]] καὶ ἄλλων ζῴων, σκ. λύκου Εὐρ. Βάκχ. 699· λυγκὸς Λᾶσος 4 Bgk.· τῆς ἄρκτου, τῆς ἐλέφαντος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 5., 6. 27· ἀλώπεκος Πλουτ. Λυκοῦργ. 18. 2) παρὰ ποιηταῖς καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, [[Ἀχίλλειος]] σκ. Ἀνδρ. 1171, πρβλ. Ρῆσ. 382· ἐπὶ γυναικῶν, Ὀρ. 1213, 1388, Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκύμνος -ου, ὁ jong, welp, specifiek van een leeuw maar ook van andere dieren. overdr. van personen jong, kind.
}}
}}
{{etym
{{etym