3,277,197
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br /><b>1</b> poids ; inclinaison de la balance;<br /><b>2</b> contrepoids ; <i>fig.</i> rémunération.<br />'''Étymologie:''' [[σηκόω]].<br /><span class="bld">2</span>ατος (τό) :<br />lieu consacré.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br /><b>1</b> poids ; inclinaison de la balance;<br /><b>2</b> contrepoids ; <i>fig.</i> rémunération.<br />'''Étymologie:''' [[σηκόω]].<br /><span class="bld">2</span>ατος (τό) :<br />lieu consacré.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σήκωμα -ατος, τό [σηκόω ‘van een omheining voorzien’] omheinde plaats, heiligdom.<br />σήκωμα -ατος, τό [σηκόω: van een omheining voorzien] (tegen)gewicht (op weegschaal); overdr.. σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης φίλοις je legt weinig gewicht in de schaal ten behoeve van je vrienden Eur. Hcld. 690. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σήκωμα:''' ατος τό [[σηκός]] 5] святилище, храм Eur.<br />ατος τό [[σηκόω]] вес, груз Eur., Arst., Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σήκωμα:''' Δωρ. σάκωμα, <i>-ατος</i>, <i>τό</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βαρίδι]] στη [[ζυγαριά]], σμικρὸν τὸ σὸν [[σήκωμα]] προστίθης, είναι μικρό το [[βαρίδι]] που ρίχνεις στη [[ζυγαριά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σηκός]] II, [[ιερός]] [[περίβολος]], στον ίδ. | |lsmtext='''σήκωμα:''' Δωρ. σάκωμα, <i>-ατος</i>, <i>τό</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βαρίδι]] στη [[ζυγαριά]], σμικρὸν τὸ σὸν [[σήκωμα]] προστίθης, είναι μικρό το [[βαρίδι]] που ρίχνεις στη [[ζυγαριά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σηκός]] II, [[ιερός]] [[περίβολος]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σήκωμα''': Δωρ. σάκωμα, τό, ([[σηκόω]]) βάρος ἢ [[σταθμίον]] ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 8, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 172, Ἀριστ. Μηχαν. 20. 5· σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης, μικρὸν [[εἶναι]] τὸ βάρος τὸ ὁποῖον ῥίπτεις εἰς τὴν πλάστιγγα, Εὐρ. Ἡρακλ. 690· σ. μολύβδινα, βάρη ἐκ μολύβδου ἢ ἀντισηκώματα, Πολύβ. 8. 7, 9· τὸ κατόπιν σ. τῆς προσβολῆς, ἐπὶ τοῦ δόρατος, ὁ αὐτ. 18. 12, 3. 2) = [[ῥοπή]], [[φορά]], [[κλίσις]], βάρος, ὁ αὐτ. 18. 7, 5. 3) [[ἀνταπόδοσις]], [[ἀμοιβή]], Φάλαρ. 57. ΙΙ. = σηκὸς ΙΙ, ἱερὸς [[περίβολος]], ἱερὸς [[τόπος]] περίκλειστος, Εὐρ. Ἠλ. 1274. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |