τροχήλατος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />mû par des roues ; <i>fig.</i> qui tourne en tous sens, qui s'agite de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]], [[ἐλαύνω]].
|btext=ος, ον :<br />mû par des roues ; <i>fig.</i> qui tourne en tous sens, qui s'agite de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]], [[ἐλαύνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τροχήλᾰτος''': -ον, ὁ ἐπὶ τροχῶν φερόμενος, ὑπὸ τροχῶν συρόμενος, σκηναὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001· δίφροι Σοφ. Ἠλ. 49. 2) ὁ συρόμενος ὑπὸ τῶν τροχῶν ἢ πλησίον τῶν τροχῶν, σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι Εὐρ. Ἀνδρ. 309. 3) ὁ ἀνοιγόμενος διὰ τῶν τροχῶν, κελεύθου [[τρίοδος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171. 4) ὁ πλαττόμενος ἢ κατασκευαζόμενος ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, [[λύχνος]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1, πρβλ. Ξέναρχον ἐν «Βουταλίωνι» 1. 9, καὶ αὐτόθ. Meineke 5) μεταφ., ὁ μετὰ σπουδῆς ἐλαυνόμενος ὡς τροχὸς ἢ ὡς [[ἅμαξα]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 122 [[μανία]] τρ., περιστρεφομένη [[μανία]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 82.
|elnltext=τροχήλατος -ον [τροχός, ἐλαύνω] door wiel(en) voortgedreven:; τροχήλατος λύχνος lamp die op de pottenbakkersschijf is gemaakt Aristoph. Eccl. 1; rijdend:; σκηναὶ τροχήλατοι huifkarren Aeschl. Pers. 1001; overdr.: τροχήλατος μανία voortijlende razernij Eur. IT 82.
}}
{{elru
|elrutext='''τροχήλᾰτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[движущийся на колесах]] (σκηναί Aesch.; δίφροι Soph.; [[ἀπήνη]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[изборожденный колесами]] ([[τρίοδος]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[влекомый колесницей]]: σφαγαὶ Ἓκτορος τροχήλατοι Eur. влекомый колесницей (Ахилла) труп Гектора;<br /><b class="num">4)</b> влекущий, т. е. впряженный в колесницу ([[πῶλος]] Eur.);<br /><b class="num">5)</b> кружащий колесом, т. е. не дающий покоя, преследующий ([[μανία]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> [[обработанный или выделанный на гончарном круге]] ([[λύχνος]] Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τροχήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που οδηγείται από τροχούς, που σύρεται από τροχούς, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που σύρεται από τροχούς ή βρίσκεται κοντά στους τροχούς, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., αυτός που τρέχει [[γρήγορα]] σαν [[τροχός]] ή [[άμαξα]], στον ίδ.· [[μανία]] [[τροχήλατος]], περιστρεφόμενη [[μανία]], στον ίδ.
|lsmtext='''τροχήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που οδηγείται από τροχούς, που σύρεται από τροχούς, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που σύρεται από τροχούς ή βρίσκεται κοντά στους τροχούς, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., αυτός που τρέχει [[γρήγορα]] σαν [[τροχός]] ή [[άμαξα]], στον ίδ.· [[μανία]] [[τροχήλατος]], περιστρεφόμενη [[μανία]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τροχήλᾰτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[движущийся на колесах]] (σκηναί Aesch.; δίφροι Soph.; [[ἀπήνη]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[изборожденный колесами]] ([[τρίοδος]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[влекомый колесницей]]: σφαγαὶ Ἓκτορος τροχήλατοι Eur. влекомый колесницей (Ахилла) труп Гектора;<br /><b class="num">4)</b> влекущий, т. е. впряженный в колесницу ([[πῶλος]] Eur.);<br /><b class="num">5)</b> кружащий колесом, т. е. не дающий покоя, преследующий ([[μανία]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> [[обработанный или выделанный на гончарном круге]] ([[λύχνος]] Arph.).
|lstext='''τροχήλᾰτος''': -ον, ὁ ἐπὶ τροχῶν φερόμενος, ὑπὸ τροχῶν συρόμενος, σκηναὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001· δίφροι Σοφ. Ἠλ. 49. 2) ὁ συρόμενος ὑπὸ τῶν τροχῶν ἢ πλησίον τῶν τροχῶν, σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι Εὐρ. Ἀνδρ. 309. 3) ὁ ἀνοιγόμενος διὰ τῶν τροχῶν, κελεύθου [[τρίοδος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171. 4) ὁ πλαττόμενος ἢ κατασκευαζόμενος ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, [[λύχνος]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1, πρβλ. Ξέναρχον ἐν «Βουταλίωνι» 1. 9, καὶ αὐτόθ. Meineke 5) μεταφ., ὁ μετὰ σπουδῆς ἐλαυνόμενος ὡς τροχὸς ἢ ὡς [[ἅμαξα]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 122 [[μανία]] τρ., περιστρεφομένη [[μανία]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 82.
}}
{{elnl
|elnltext=τροχήλατος -ον [τροχός, ἐλαύνω] door wiel(en) voortgedreven:; τροχήλατος λύχνος lamp die op de pottenbakkersschijf is gemaakt Aristoph. Eccl. 1; rijdend:; σκηναὶ τροχήλατοι huifkarren Aeschl. Pers. 1001; overdr.: τροχήλατος μανία voortijlende razernij Eur. IT 82.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τροχ-ήλᾰτος, ον, [[ἐλαύνω]]<br /><b class="num">1.</b> driven on wheels, [[wheel]]-[[drawn]], Aesch., Soph.<br /><b class="num">2.</b> dragged by or at the wheels, Eur.<br /><b class="num">3.</b> metaph. [[hurried]] [[along]] like a [[wheel]] or [[chariot]], Eur.; [[μανία]] τρ. whirling [[madness]], Eur.
|mdlsjtxt=τροχ-ήλᾰτος, ον, [[ἐλαύνω]]<br /><b class="num">1.</b> driven on wheels, [[wheel]]-[[drawn]], Aesch., Soph.<br /><b class="num">2.</b> dragged by or at the wheels, Eur.<br /><b class="num">3.</b> metaph. [[hurried]] [[along]] like a [[wheel]] or [[chariot]], Eur.; [[μανία]] τρ. whirling [[madness]], Eur.
}}
}}