ποιητός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> créé, <i>p. opp. à « qui existe par soi-même » ; t. de droit</i> adopté, créé <i>ou</i> admis par adoption;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'ouvrages manuels</i> fabriqué, travaillé, <i>particul.</i> fait avec art, bien travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[ποιέω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> créé, <i>p. opp. à « qui existe par soi-même » ; t. de droit</i> adopté, créé <i>ou</i> admis par adoption;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'ouvrages manuels</i> fabriqué, travaillé, <i>particul.</i> fait avec art, bien travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[ποιέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποιητός -ή -όν [ποιέω] gemaakt, gebouwd:. κυνέην... ῥινοῦ ποιητήν een helm gemaakt van huid Il. 10.262; παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο naast de deurpost van het stevig gebouwde vertrek Od. 1.333; οἱ πλεῖστοι φρέασι ποιητοῖς ἐχρῶντο de meesten hadden de beschikking over aangelegde putten Plut. Sol. 23.6. gemaakt, geveinsd:. ποιητῷ τρόπῳ op een geveinsde manier Eur. Hel. 1547. gemaakt (tegenover ‘natuurlijk’):. παῖδες ποιητοί geadopteerde kinderen Plat. Lg. 878e; τοὺς ποιητοὺς πολίτας degenen die burger gemaakt waren Aristot. Pol. 1275a6.
}}
{{elru
|elrutext='''ποιητός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сделанный]], [[изготовленный]], [[построенный]] ([[τέγος]] [[πύκα]] ποιητόν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[хорошо сделанный]], [[искусно построенный]] (δόμοι, πύλαι Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[искусственный]] ([[φρέαρ]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> не родной, т. е. приемный ([[παῖς]] Plat.; [[πατήρ]] Lys.): ποιητοὶ πολῖται Arst. получившие право гражданства;<br /><b class="num">5)</b> [[вымышленный]], [[поддельный]] ([[λόγος]] Pind.): ποιητῷ τρόπῳ Eur. притворно.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποιητός:''' -ή, -όν ([[ποιέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> καλοκατασκευασμένος, με τη [[σημασία]] του εὖ [[ποιητός]], καλοφτιαγμένος, <i>δόμοις ἐνὶ ποιητοῖσι</i>, σε Όμηρ.· φτιαγμένος, δημιουργημένος, αντίθ. προς αυτόν που υπάρχει από [[μόνος]] του είναι δηλ. [[αυθύπαρκτος]], σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> υιοθετημένος, [[ιδίως]] υιοθετημένος [[γιος]], [[θετός]] [[γιος]], σε Πλάτ.· <i>ποιητοὶ πολῖται</i>, οι μη ιθαγενείς πολίτες, αυτοί που δεν είναι πολίτες από τη γέννησή τους, σε Αριστ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που κατασκευάζεται, εφευρίσκεται από κάποιον, δηλ. επινοημένος, [[προσποιητός]], [[πλαστός]], σε Πίνδ., Ευρ.
|lsmtext='''ποιητός:''' -ή, -όν ([[ποιέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> καλοκατασκευασμένος, με τη [[σημασία]] του εὖ [[ποιητός]], καλοφτιαγμένος, <i>δόμοις ἐνὶ ποιητοῖσι</i>, σε Όμηρ.· φτιαγμένος, δημιουργημένος, αντίθ. προς αυτόν που υπάρχει από [[μόνος]] του είναι δηλ. [[αυθύπαρκτος]], σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> υιοθετημένος, [[ιδίως]] υιοθετημένος [[γιος]], [[θετός]] [[γιος]], σε Πλάτ.· <i>ποιητοὶ πολῖται</i>, οι μη ιθαγενείς πολίτες, αυτοί που δεν είναι πολίτες από τη γέννησή τους, σε Αριστ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που κατασκευάζεται, εφευρίσκεται από κάποιον, δηλ. επινοημένος, [[προσποιητός]], [[πλαστός]], σε Πίνδ., Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=ποιητός -ή -όν [ποιέω] gemaakt, gebouwd:. κυνέην... ῥινοῦ ποιητήν een helm gemaakt van huid Il. 10.262; παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο naast de deurpost van het stevig gebouwde vertrek Od. 1.333; οἱ πλεῖστοι φρέασι ποιητοῖς ἐχρῶντο de meesten hadden de beschikking over aangelegde putten Plut. Sol. 23.6. gemaakt, geveinsd:. ποιητῷ τρόπῳ op een geveinsde manier Eur. Hel. 1547. gemaakt (tegenover ‘natuurlijk’):. παῖδες ποιητοί geadopteerde kinderen Plat. Lg. 878e; τοὺς ποιητοὺς πολίτας degenen die burger gemaakt waren Aristot. Pol. 1275a6.
}}
{{elru
|elrutext='''ποιητός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сделанный]], [[изготовленный]], [[построенный]] ([[τέγος]] [[πύκα]] ποιητόν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[хорошо сделанный]], [[искусно построенный]] (δόμοι, πύλαι Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[искусственный]] ([[φρέαρ]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> не родной, т. е. приемный ([[παῖς]] Plat.; [[πατήρ]] Lys.): ποιητοὶ πολῖται Arst. получившие право гражданства;<br /><b class="num">5)</b> [[вымышленный]], [[поддельный]] ([[λόγος]] Pind.): ποιητῷ τρόπῳ Eur. притворно.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj