προτρεπτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut pousser en avant <i>ou</i> stimuler, persuasif, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc.;<br /><i>Sp.</i> προτρεπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[προτρέπω]].
|btext=ή, όν :<br />qui peut pousser en avant <i>ou</i> stimuler, persuasif, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc.;<br /><i>Sp.</i> προτρεπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[προτρέπω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προτρεπτικός -ή -όν [προτρέπω] aansporend (tot); geneesk..; π. ἐς οὔρησιν vochtafdrijvend Hp. Acut. 59; subst. ὁ προτρεπτικός ( sc. λόγος ) waarschuwing, aansporing, betoog; Προτρεπτικός als titel van werk Aansporing (tot de filosofie).
}}
{{elru
|elrutext='''προτρεπτικός:''' [[увещевательный]], [[убеждающий]] (λόγοι Isocr., Arst.; [[σοφία]] Plat.): π. πρός τι Aeschin. зовущий к чему-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προτρεπτικός:''' -ή, -όν, [[παραινετικός]] ἡ προτρεπτικὴ [[σοφία]], [[ρητορική]] [[ικανότητα]] ή [[δεξιότητα]], σε Πλάτ.· [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν, σε Αισχίν.· επίρρ. -[[κῶς]], πειστικά, σε Λουκ.
|lsmtext='''προτρεπτικός:''' -ή, -όν, [[παραινετικός]] ἡ προτρεπτικὴ [[σοφία]], [[ρητορική]] [[ικανότητα]] ή [[δεξιότητα]], σε Πλάτ.· [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν, σε Αισχίν.· επίρρ. -[[κῶς]], πειστικά, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=προτρεπτικός -ή -όν [προτρέπω] aansporend (tot); geneesk..; π. ἐς οὔρησιν vochtafdrijvend Hp. Acut. 59; subst. ὁ προτρεπτικός ( sc. λόγος ) waarschuwing, aansporing, betoog; Προτρεπτικός als titel van werk Aansporing (tot de filosofie).
}}
{{elru
|elrutext='''προτρεπτικός:''' [[увещевательный]], [[убеждающий]] (λόγοι Isocr., Arst.; [[σοφία]] Plat.): π. πρός τι Aeschin. зовущий к чему-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προτρεπτικός]], ή, όν<br />[[persuasive]], ἡ πρ. [[σοφία]] [[skill]] in [[oratory]], Plat.; [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin. adv. -κῶς, [[persuasively]], Luc. [from [[προτρέπω]]
|mdlsjtxt=[[προτρεπτικός]], ή, όν<br />[[persuasive]], ἡ πρ. [[σοφία]] [[skill]] in [[oratory]], Plat.; [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin. adv. -κῶς, [[persuasively]], Luc. [from [[προτρέπω]]
}}
}}