σαρκικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de chair;<br /><b>2</b> qui concerne la chair, charnel;<br /><b>3</b> adonné à la chair, sensuel.<br />'''Étymologie:''' [[σάρξ]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de chair;<br /><b>2</b> qui concerne la chair, charnel;<br /><b>3</b> adonné à la chair, sensuel.<br />'''Étymologie:''' [[σάρξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=σαρκικός -ή -όν [σάρξ] vlees-, vleselijk:; σαρκικαὶ ἐπιθυμίαι vleselijke begeerten NT 1 Pet. 2.11; overdr., tegenover geestelijk. σαρκικοί ἐστε gij zijt nog aan deze wereld gebonden NT 1 Cor. 3.3; τὰ σαρκικά het materiële NT Rom. 15.27.
}}
{{elru
|elrutext='''σαρκικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[мясной]]: σ. τὴν χρόαν Arst. имеющий цвет мяса;<br /><b class="num">2)</b> [[плотский]] (μολύσματα Anth.; ἐπιθυμίαι NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σαρκῐκός:''' -ή, -όν ([[σάρξ]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σάρκα]], [[σάρκινος]], [[υλικός]], [[αισθησιακός]], αυτός που είναι προσηλωμένος στις υλικές απολαύσεις, σε Ανθ.
|lsmtext='''σαρκῐκός:''' -ή, -όν ([[σάρξ]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σάρκα]], [[σάρκινος]], [[υλικός]], [[αισθησιακός]], αυτός που είναι προσηλωμένος στις υλικές απολαύσεις, σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=σαρκικός -ή -όν [σάρξ] vlees-, vleselijk:; σαρκικαὶ ἐπιθυμίαι vleselijke begeerten NT 1 Pet. 2.11; overdr., tegenover geestelijk. σαρκικοί ἐστε gij zijt nog aan deze wereld gebonden NT 1 Cor. 3.3; τὰ σαρκικά het materiële NT Rom. 15.27.
}}
{{elru
|elrutext='''σαρκικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[мясной]]: σ. τὴν χρόαν Arst. имеющий цвет мяса;<br /><b class="num">2)</b> [[плотский]] (μολύσματα Anth.; ἐπιθυμίαι NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj