Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκυτοδέψης: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[σκυτοδεψός]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[σκυτοδεψός]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκυτοδέψης -ου, ὁ [σκῦτος, δέψω] leerlooier.
}}
{{elru
|elrutext='''σκῡτοδέψης:''' ου ὁ дубильщик, кожевник Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 25: Line 31:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῡτοδέψης:''' -ου, ὁ ([[δέφω]], μέλ. [[δέψω]]), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]], σε Θεόφρ.· ομοίως, <i>σκῡτόδεψος</i>, <i>ὁ</i>, σε Πλάτ., Λουκ.
|lsmtext='''σκῡτοδέψης:''' -ου, ὁ ([[δέφω]], μέλ. [[δέψω]]), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]], σε Θεόφρ.· ομοίως, <i>σκῡτόδεψος</i>, <i>ὁ</i>, σε Πλάτ., Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκυτοδέψης -ου, ὁ [σκῦτος, δέψω] leerlooier.
}}
{{elru
|elrutext='''σκῡτοδέψης:''' ου ὁ дубильщик, кожевник Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκῡτο-δέψης, ου, ὁ, [[δέφω]], fut. [[δέψω]]<br />a [[leather]]-[[dresser]], currier, Theophr.: so, σκῡτόδεψος, ὁ, Plat., Luc.
|mdlsjtxt=σκῡτο-δέψης, ου, ὁ, [[δέφω]], fut. [[δέψω]]<br />a [[leather]]-[[dresser]], currier, Theophr.: so, σκῡτόδεψος, ὁ, Plat., Luc.
}}
}}

Revision as of 00:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοδέψης Medium diacritics: σκυτοδέψης Low diacritics: σκυτοδέψης Capitals: ΣΚΥΤΟΔΕΨΗΣ
Transliteration A: skytodépsēs Transliteration B: skytodepsēs Transliteration C: skytodepsis Beta Code: skutode/yhs

English (LSJ)

ου, ὁ, leatherdresser, currier, Thphr.Char.16.6, HP3.18.5, Plu.Num.17 (gen. pl.), Luc.Vit.Auct.11; cf. σκυλοδέψης.

German (Pape)

[Seite 908] ὁ, Ledergerber, Theophr., Hesych.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. σκυτοδεψός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοδέψης -ου, ὁ [σκῦτος, δέψω] leerlooier.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτοδέψης: ου ὁ дубильщик, кожевник Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοδέψης: -ον, ὁ, ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, βυρσοδέψης, Θεοφρ. Χαρακτ. 17, Πλουτ. Νουμ. 17· πρβλ. σκυλοδέψης.

Greek Monolingual

και σκυτόδεψος, ὁ, Α
1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης
2. αυτός που ράβει δέρματα εφαρμόζοντας το ένα πάνω στο άλλο, μπαλωματής («ἐὰν ἀποκρίνηται αὐτῷ ἐκδοῦν αι τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + -δέψης / -δέψος (< δέφω / δέψω), πρβλ. βυρσο-δέψης].

Greek Monotonic

σκῡτοδέψης: -ου, ὁ (δέφω, μέλ. δέψω), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης, σε Θεόφρ.· ομοίως, σκῡτόδεψος, , σε Πλάτ., Λουκ.

Middle Liddell

σκῡτο-δέψης, ου, ὁ, δέφω, fut. δέψω
a leather-dresser, currier, Theophr.: so, σκῡτόδεψος, ὁ, Plat., Luc.