συνήθης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, σύνηθες;<br /><b>1</b> qui a ses habitudes avec, qui vit avec <i>ou</i> ensemble ; lié avec, qui a des relations d'amitié : τινι, τινος avec qqn ; <i>abs.</i> ami intime, familier;<br /><b>2</b> accoutumé à, habitué à, familier de, τινι;<br /><b>3</b> habituel, familier, ordinaire : τὸ ξύνηθες ἥσυχον THC apathie ordinaire ; [[συνήθης]] [[πότμος]] SOPH la destinée qui l'accompagne, sa destinée ; σύνηθές (ἐστι) [[ἐμοί]] avec un inf. EUR j’ai l'habitude de ; τὸ σύνηθες la coutume ; τὰ συνήθη PLUT les usages, <i>particul.</i> les devoirs habituels, les derniers devoirs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἦθος]].
|btext=ης, σύνηθες;<br /><b>1</b> qui a ses habitudes avec, qui vit avec <i>ou</i> ensemble ; lié avec, qui a des relations d'amitié : τινι, τινος avec qqn ; <i>abs.</i> ami intime, familier;<br /><b>2</b> accoutumé à, habitué à, familier de, τινι;<br /><b>3</b> habituel, familier, ordinaire : τὸ ξύνηθες ἥσυχον THC apathie ordinaire ; [[συνήθης]] [[πότμος]] SOPH la destinée qui l'accompagne, sa destinée ; σύνηθές (ἐστι) [[ἐμοί]] avec un inf. EUR j’ai l'habitude de ; τὸ σύνηθες la coutume ; τὰ συνήθη PLUT les usages, <i>particul.</i> les devoirs habituels, les derniers devoirs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἦθος]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνήθης -ες, gen. -ους, zonder contr. -εος, Att. ook ξυνήθης [σύν, ἦθος] van levende wezens gewend (aan), vertrouwd (met); met dat.; met inf. gewend om. συνήθεις ἄδειν γενόμενοι omdat we eraan gewend zijn om (die liederen) te zingen Plat. Lg. 666d. die op vertrouwelijke voet staat, vertrouwd; met dat. met iem.; subst.. ὁ συνήθης intieme vriend, vertrouweling. van zaken gebruikelijk, gewoon(lijk):; ξυνήθη τὴν δίαιταν μεθ’ ὅπλων ἐποιήσαντο ze maakten zich het leven onder de wapens tot een gewoonte Thuc. 1.6.1; onpers. σύνηθες ( ἐστι ) met dat. en inf. het is iems. gewoonte om; subst. τὸ σύνηθες wat gewoon is, waar men aan gewend is, gewoonte.
}}
{{elru
|elrutext='''συνήθης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[привыкший]], [[освоившийся]] (τινί Plat.): χειρὶ σ. Anth. прирученный, ручной;<br /><b class="num">2)</b> [[привычный]], [[обычный]] ([[ἔθος]] Soph.; [[δίαιτα]] Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[свойственный]], [[присущий]] ([[πότμος]] Soph.). - см. тж. [[σύνηθες]].<br />ους ὁ близкий знакомец или друг Xen. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνήθης:''' -ες, γεν. <i>-εος</i>, συνηρ. <i>-ους</i> ([[ἦθος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που διαμένει ή ζει μαζί με κάποιον, [[οικείος]], [[φίλος]], [[σύντροφος]], σε Ησίοδ.· αυτός που μοιάζει με κάποιον ως προς τις συνήθειες ή τους τρόπους του, σε Πλάτ.· [[συνήθης]] τινί, αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[οικειότητα]] με κάποιον, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει συνηθίσει σε [[κάτι]], που έχει εξοικειωθεί με [[κάτι]], [[συνηθισμένος]], εξοικειωμένος, <i>τινί</i>, με ένα [[πράγμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[συνηθισμένος]], εθιμικός, [[κοινός]], αυτός που ανήκει στον [[μέσο]] όρο, σε Σοφ., Θουκ.· <i>τὸ σύνηθες</i>, [[συνήθεια]], [[έθιμο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[συνήθως]], σύμφωνα με τη [[συνήθεια]], εθιμικά, όπως συνηθίζεται, σε Αισχίν.
|lsmtext='''συνήθης:''' -ες, γεν. <i>-εος</i>, συνηρ. <i>-ους</i> ([[ἦθος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που διαμένει ή ζει μαζί με κάποιον, [[οικείος]], [[φίλος]], [[σύντροφος]], σε Ησίοδ.· αυτός που μοιάζει με κάποιον ως προς τις συνήθειες ή τους τρόπους του, σε Πλάτ.· [[συνήθης]] τινί, αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[οικειότητα]] με κάποιον, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει συνηθίσει σε [[κάτι]], που έχει εξοικειωθεί με [[κάτι]], [[συνηθισμένος]], εξοικειωμένος, <i>τινί</i>, με ένα [[πράγμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[συνηθισμένος]], εθιμικός, [[κοινός]], αυτός που ανήκει στον [[μέσο]] όρο, σε Σοφ., Θουκ.· <i>τὸ σύνηθες</i>, [[συνήθεια]], [[έθιμο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[συνήθως]], σύμφωνα με τη [[συνήθεια]], εθιμικά, όπως συνηθίζεται, σε Αισχίν.
}}
{{elnl
|elnltext=συνήθης -ες, gen. -ους, zonder contr. -εος, Att. ook ξυνήθης [σύν, ἦθος] van levende wezens gewend (aan), vertrouwd (met); met dat.; met inf. gewend om. συνήθεις ἄδειν γενόμενοι omdat we eraan gewend zijn om (die liederen) te zingen Plat. Lg. 666d. die op vertrouwelijke voet staat, vertrouwd; met dat. met iem.; subst.. ὁ συνήθης intieme vriend, vertrouweling. van zaken gebruikelijk, gewoon(lijk):; ξυνήθη τὴν δίαιταν μεθ’ ὅπλων ἐποιήσαντο ze maakten zich het leven onder de wapens tot een gewoonte Thuc. 1.6.1; onpers. σύνηθες ( ἐστι ) met dat. en inf. het is iems. gewoonte om; subst. τὸ σύνηθες wat gewoon is, waar men aan gewend is, gewoonte.
}}
{{elru
|elrutext='''συνήθης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[привыкший]], [[освоившийся]] (τινί Plat.): χειρὶ σ. Anth. прирученный, ручной;<br /><b class="num">2)</b> [[привычный]], [[обычный]] ([[ἔθος]] Soph.; [[δίαιτα]] Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[свойственный]], [[присущий]] ([[πότμος]] Soph.). - см. тж. [[σύνηθες]].<br />ους ὁ близкий знакомец или друг Xen. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj