προκατεργάζομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> προκατειργάσθην, <i>pf.</i> προκατείργασμαι;<br />être accompli auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατεργάζομαι]].
|btext=<i>ao.</i> προκατειργάσθην, <i>pf.</i> προκατείργασμαι;<br />être accompli auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατεργάζομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-κατεργάζομαι voorbereiden.
}}
{{elru
|elrutext='''προκατεργάζομαι:''' [[ранее совершать]]: πατρῷα καὶ προκατειργασμένα Plut. наследие, целиком полученное от отца, т. е. совершенно готовое.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]] εκ τών προτέρων, [[προπαρασκευάζω]]<br /><b>2.</b> [[επεξεργάζομαι]], [[καλλιεργώ]] εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῦμα προκατεργάζεσθαι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πραγματοποιώ]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι [[ἔργον]]», Διοδ.)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>5.</b> [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>6.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) α) κατατρίβομαι, εξαντλούμαι [[προηγουμένως]]<br />β) (για [[τροφή]]) χωνεύομαι.
|mltxt=Α [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]] εκ τών προτέρων, [[προπαρασκευάζω]]<br /><b>2.</b> [[επεξεργάζομαι]], [[καλλιεργώ]] εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῦμα προκατεργάζεσθαι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πραγματοποιώ]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι [[ἔργον]]», Διοδ.)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>5.</b> [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>6.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) α) κατατρίβομαι, εξαντλούμαι [[προηγουμένως]]<br />β) (για [[τροφή]]) χωνεύομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''προκατεργάζομαι:''' [[ранее совершать]]: πατρῷα καὶ προκατειργασμένα Plut. наследие, целиком полученное от отца, т. е. совершенно готовое.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-κατεργάζομαι voorbereiden.
}}
}}