δρύφακτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />barre d'un tribunal <i>ou</i> d'un lieu d'assemblée <i>d'ord. au plur.</i><br />'''Étymologie:''' par dissimil. p. *[[δρύφρακτος]], de [[δρῦς]], [[φράσσω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />barre d'un tribunal <i>ou</i> d'un lieu d'assemblée <i>d'ord. au plur.</i><br />'''Étymologie:''' par dissimil. p. *[[δρύφρακτος]], de [[δρῦς]], [[φράσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δρύφακτος:''' (ῠ) ὁ преимущ. pl. [[перегородка]] или [[перила]], [[барьер]] Arph., Xen., Polyb., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δρύφακτος:''' ὁ, αντί <i>δρύφρακτος</i> ([[δρῦς]], [[φράσσω]]), [[φράχτης]] ή κιγλίδωμα, που χρησιμεύει στην [[περίφραξη]] των δικαστηρίων ή του βουλευτηρίου, σε Αριστοφ.· στον πληθ., όπως το Λατ. [[cancelli]], στον ίδ.
|lsmtext='''δρύφακτος:''' ὁ, αντί <i>δρύφρακτος</i> ([[δρῦς]], [[φράσσω]]), [[φράχτης]] ή κιγλίδωμα, που χρησιμεύει στην [[περίφραξη]] των δικαστηρίων ή του βουλευτηρίου, σε Αριστοφ.· στον πληθ., όπως το Λατ. [[cancelli]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δρύφακτος:''' (ῠ) ὁ преимущ. pl. [[перегородка]] или [[перила]], [[барьер]] Arph., Xen., Polyb., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δρύ-φακτος, ὁ, <i>n</i> [for δρύφρακτος,] [[δρῦς]], [[φράσσω]]<br />a [[fence]] or [[railing]], serving as the bar of the law-courts or [[council]]-[[chamber]], Ar.; in plural, like Lat. [[cancelli]], Ar.
|mdlsjtxt=δρύ-φακτος, ὁ, <i>n</i> [for δρύφρακτος,] [[δρῦς]], [[φράσσω]]<br />a [[fence]] or [[railing]], serving as the bar of the law-courts or [[council]]-[[chamber]], Ar.; in plural, like Lat. [[cancelli]], Ar.
}}
}}