Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαιμοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui coupe la gorge.<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[τέμνω]].
|btext=ος, ον :<br />qui coupe la gorge.<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[τέμνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαιμοτόμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[перерезывающий горло]] ([[χείρ]] Eur.; [[σφαγίς]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[отсекший голову]] (у Горгоны) ([[Περσεύς]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαιμοτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[λαιμότομος]], <i>-ον</i>, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· <i>Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί</i>, [[αίμα]] που στάζει από το κομμένο [[κεφάλι]] της Γοργώς, στον ίδ.
|lsmtext='''λαιμοτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[λαιμότομος]], <i>-ον</i>, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· <i>Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί</i>, [[αίμα]] που στάζει από το κομμένο [[κεφάλι]] της Γοργώς, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαιμοτόμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[перерезывающий горло]] ([[χείρ]] Eur.; [[σφαγίς]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[отсекший голову]] (у Горгоны) ([[Περσεύς]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λαιμο-[[τόμος]], ον [[τέμνω]]<br /><b class="num">I.</b> [[throat]]-[[cutting]], Eur., Anth.<br /><b class="num">II.</b> proparox.
|mdlsjtxt=λαιμο-[[τόμος]], ον [[τέμνω]]<br /><b class="num">I.</b> [[throat]]-[[cutting]], Eur., Anth.<br /><b class="num">II.</b> proparox.
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμοτόμος Medium diacritics: λαιμοτόμος Low diacritics: λαιμοτόμος Capitals: ΛΑΙΜΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: laimotómos Transliteration B: laimotomos Transliteration C: laimotomos Beta Code: laimoto/mos

English (LSJ)

ον, A throatcutting, χείρ E.IT444 (lyr.); σίδαρος Tim.Pers.142; σφαγίς AP6.306 (Aristo). II proparox. λαιμότομος, ον, with the throat cut, E. Hec.208 (lyr.); severed at the throat, κεφαλά Id IA776 (lyr.); Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν the blood dripping from the Gorgon's severed head, Id.Ion1054 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 7] die Kehle abschneidend, χείρ, Eur. I. T. 444; σφαγίς, Aristo 1 (VI, 306). – Aber λαιμότομος, mit abgeschnittener Kehle, l. d., Eur. Hec. 209; Γοργοῦς λαιμοτόμων ἀπὸ σταλαγμῶν Ion 1055, die Tropfen von dem abgeschnittenen Haupte der Gorgo; sp. D., wie φάρυγξ, Man. 1, 317.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe la gorge.
Étymologie: λαιμός, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

λαιμοτόμος:
1) перерезывающий горло (χείρ Eur.; σφαγίς Anth.);
2) отсекший голову (у Горгоны) (Περσεύς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λαιμοτόμος: -ον, ὁ κόπτων τὸν λαιμόν, Περσεὺς Εὐρ. Ἠλ. 459· χεὶρ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 444· σφαγὶς Ἀνθ. Π. 6. 306. ΙΙ. προπαροξ. λαιμότομος, ον, ἔχων τὸν λαιμὸν κεκομμένον, ἀποτετμημένος τὸν λαιμὸν, Εὐρ. Ἑκ. 207· κεφαλὴ ὁ αὐτ. Ι. Α. 776· Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν, τὸ αἷμα στάζον ἀπὸ τῆς ἀποτμηθείσης κεφαλῆς τῆς Γοργόνος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1055, πρβλ. λαιμότμητος.

Greek Monolingual

λαιμοτόμος, -ον (α)
αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλοτόμος, φυλλοτόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.].

Greek Monotonic

λαιμοτόμος: -ον (τέμνω),
I. αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.
II. προπαροξ., λαιμότομος, -ον, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί, αίμα που στάζει από το κομμένο κεφάλι της Γοργώς, στον ίδ.

Middle Liddell

λαιμο-τόμος, ον τέμνω
I. throat-cutting, Eur., Anth.
II. proparox.