λαιμοτόμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui coupe la gorge.<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[τέμνω]].
|btext=ος, ον :<br />qui coupe la gorge.<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[τέμνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαιμοτόμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[перерезывающий горло]] ([[χείρ]] Eur.; [[σφαγίς]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[отсекший голову]] (у Горгоны) ([[Περσεύς]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαιμοτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[λαιμότομος]], <i>-ον</i>, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· <i>Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί</i>, [[αίμα]] που στάζει από το κομμένο [[κεφάλι]] της Γοργώς, στον ίδ.
|lsmtext='''λαιμοτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[λαιμότομος]], <i>-ον</i>, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· <i>Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί</i>, [[αίμα]] που στάζει από το κομμένο [[κεφάλι]] της Γοργώς, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαιμοτόμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[перерезывающий горло]] ([[χείρ]] Eur.; [[σφαγίς]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[отсекший голову]] (у Горгоны) ([[Περσεύς]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λαιμο-[[τόμος]], ον [[τέμνω]]<br /><b class="num">I.</b> [[throat]]-[[cutting]], Eur., Anth.<br /><b class="num">II.</b> proparox.
|mdlsjtxt=λαιμο-[[τόμος]], ον [[τέμνω]]<br /><b class="num">I.</b> [[throat]]-[[cutting]], Eur., Anth.<br /><b class="num">II.</b> proparox.
}}
}}