λιμήν: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ένος (ὁ) :<br /><b>I.</b> port : λιμένες θαλάσσης OD ports pour s'abriter contre la mer;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> endroit pour mettre à l'abri, lieu de dépôt : πλούτου ESCHL (la terre de Perse) où sont amassés des trésors ; παντὸς οἰωνοῦ SOPH séjour d'oiseaux de toute sorte;<br /><b>2</b> retraite, refuge, asile : ἑταιρίας SOPH de l'amitié ; κακῶν ESCHL contre les maux.<br />'''Étymologie:''' R. Λιβ, &gt; [[λείβω]].
|btext=ένος (ὁ) :<br /><b>I.</b> port : λιμένες θαλάσσης OD ports pour s'abriter contre la mer;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> endroit pour mettre à l'abri, lieu de dépôt : πλούτου ESCHL (la terre de Perse) où sont amassés des trésors ; παντὸς οἰωνοῦ SOPH séjour d'oiseaux de toute sorte;<br /><b>2</b> retraite, refuge, asile : ἑταιρίας SOPH de l'amitié ; κακῶν ESCHL contre les maux.<br />'''Étymologie:''' R. Λιβ, &gt; [[λείβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐμήν:''' ένος ὁ (dat. pl. λιμέσι - эп. λιμένεσσι)<br /><b class="num">1)</b> [[порт]], [[гавань]], [[пристань]] (λιμένες - [[νεῶν]] ὄχοι Hom.; λ. ὑπάρχων πρὸς παραχειμασίαν NT);<br /><b class="num">2)</b> [[убежище]], [[пристанище]] (ἑταιρείας λ. Soph.; λ. κακῶν Aesch.; χείματος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[место сбора]], [[средоточие]] (παντὸς οἰωνοῦ Soph.; πλούτου Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐμήν:''' -[[ένος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[λιμάνι]], ενώ [[ὅρμος]] είναι το εσωτερικό [[μέρος]] του λιμανιού, όπου τα πλοία προσορμίζονται και οι επιβάτες αποβιβάζονται στην [[ξηρά]], σε Όμηρ., κ.λπ.· στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, με γεν. αντικ., <i>λιμένες θαλάσσης</i>, λιμάνια, ως καταφύγια από τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[λιμάνι]], [[καταφύγιο]], σε Θέογν.· ἑταιρείας [[λιμήν]], [[λιμάνι]] [[φιλίας]], σε Σοφ.· λιμὴν [[τῶν]] ἐμῶν βουλευμάτων, σε Ευρ.· με γεν. αντικ., χείματος [[λιμήν]], [[λιμάνι]] ως [[καταφύγιο]] από την [[καταιγίδα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρος]] φύλαξης ή συγκέντρωσης, [[αγγείο]], [[δοχείο]], [[ταμείο]], πλούτου [[λιμήν]], σε Αισχύλ.· παντὸς οἰωνοῦ [[λιμήν]], σε Σοφ.· στον Οιδ. Τύρ., στίχ. 420, η [[σημασία]] φαίνεται να είναι, πώς ο Κιθαιρώνας δεν θα γεμίσει από τις φωνές [[σου]]; (λιμὴν [[ἔσται]] τῆς σῆς βοῆς;), πώς δεν θα αντηχήσει από τις φωνές [[σου]];
|lsmtext='''λῐμήν:''' -[[ένος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[λιμάνι]], ενώ [[ὅρμος]] είναι το εσωτερικό [[μέρος]] του λιμανιού, όπου τα πλοία προσορμίζονται και οι επιβάτες αποβιβάζονται στην [[ξηρά]], σε Όμηρ., κ.λπ.· στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, με γεν. αντικ., <i>λιμένες θαλάσσης</i>, λιμάνια, ως καταφύγια από τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[λιμάνι]], [[καταφύγιο]], σε Θέογν.· ἑταιρείας [[λιμήν]], [[λιμάνι]] [[φιλίας]], σε Σοφ.· λιμὴν [[τῶν]] ἐμῶν βουλευμάτων, σε Ευρ.· με γεν. αντικ., χείματος [[λιμήν]], [[λιμάνι]] ως [[καταφύγιο]] από την [[καταιγίδα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρος]] φύλαξης ή συγκέντρωσης, [[αγγείο]], [[δοχείο]], [[ταμείο]], πλούτου [[λιμήν]], σε Αισχύλ.· παντὸς οἰωνοῦ [[λιμήν]], σε Σοφ.· στον Οιδ. Τύρ., στίχ. 420, η [[σημασία]] φαίνεται να είναι, πώς ο Κιθαιρώνας δεν θα γεμίσει από τις φωνές [[σου]]; (λιμὴν [[ἔσται]] τῆς σῆς βοῆς;), πώς δεν θα αντηχήσει από τις φωνές [[σου]];
}}
{{elru
|elrutext='''λῐμήν:''' ένος ὁ (dat. pl. λιμέσι - эп. λιμένεσσι)<br /><b class="num">1)</b> [[порт]], [[гавань]], [[пристань]] (λιμένες - [[νεῶν]] ὄχοι Hom.; λ. ὑπάρχων πρὸς παραχειμασίαν NT);<br /><b class="num">2)</b> [[убежище]], [[пристанище]] (ἑταιρείας λ. Soph.; λ. κακῶν Aesch.; χείματος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[место сбора]], [[средоточие]] (παντὸς οἰωνοῦ Soph.; πλούτου Aesch.).
}}
}}
{{etym
{{etym