ληκυθισμός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />déclamation.<br />'''Étymologie:''' [[ληκυθίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />déclamation.<br />'''Étymologie:''' [[ληκυθίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ληκῠθισμός:''' ὁ [[напыщенное декламирование]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ληκυθισμός]], ὁ (Α) [[ληκυθίζω]]<br />το να μιλά ή να φωνάζει ή να ψάλλει [[κάποιος]] με δυνατή λαρυγγώδη [[φωνή]].
|mltxt=[[ληκυθισμός]], ὁ (Α) [[ληκυθίζω]]<br />το να μιλά ή να φωνάζει ή να ψάλλει [[κάποιος]] με δυνατή λαρυγγώδη [[φωνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ληκῠθισμός:''' ὁ [[напыщенное декламирование]] Plut.
}}
}}