μελάμφυλλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au feuillage sombre.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[φύλλον]].
|btext=ος, ον :<br />au feuillage sombre.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[φύλλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελάμφυλλος:''' [[покрытый темной листвой]] (Αἴτνας κορυφαί Pind.; γῆ Soph.; ὄρη Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελάμφυλλος:''' -ον ([[φύλλον]]), αυτός που έχει μαύρα φύλλα, σε Ανακρ.· λέγεται για τόπους, με πυκνή [[σκιά]] από φύλλα, σε Πίνδ., Σοφ.
|lsmtext='''μελάμφυλλος:''' -ον ([[φύλλον]]), αυτός που έχει μαύρα φύλλα, σε Ανακρ.· λέγεται για τόπους, με πυκνή [[σκιά]] από φύλλα, σε Πίνδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελάμφυλλος:''' [[покрытый темной листвой]] (Αἴτνας κορυφαί Pind.; γῆ Soph.; ὄρη Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj