3,274,919
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui tue sa mère ; ὁ [[μητροκτόνος]] meurtrier de sa mère;<br /><b>2</b> relatif au meurtre d'une mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[κτείνω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui tue sa mère ; ὁ [[μητροκτόνος]] meurtrier de sa mère;<br /><b>2</b> relatif au meurtre d'une mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[κτείνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μητροκτόνος:''' <b class="num">II</b> ὁ матереубийца Aesch., Eur.<br />совершающий матереубийство (χεῖρες Aesch.): μητροκτόνον [[μίασμα]] Aesch. пятно матереубийства. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μητροκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που φονεύει τη [[μητέρα]] του, [[μητροκτόνος]], σε Αισχύλ.· μητροκτόνον [[μίασμα]], [[μόλυσμα]], [[κηλίδα]] από τον φόνο της μητέρας, στον ιδ.· ομοίως, [[μητροκτόνος]] [[κηλίς]], [[αἷμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[μητροκτονία]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''μητροκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που φονεύει τη [[μητέρα]] του, [[μητροκτόνος]], σε Αισχύλ.· μητροκτόνον [[μίασμα]], [[μόλυσμα]], [[κηλίδα]] από τον φόνο της μητέρας, στον ιδ.· ομοίως, [[μητροκτόνος]] [[κηλίς]], [[αἷμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[μητροκτονία]], σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |